φακιώλιον: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ δικαία τοῦ βίου σωτηρία → Mulier probe morata vitae est sospita → Die Frau, die rechtlich denkt, erhält das Lebensgut

Menander, Monostichoi, 93
mNo edit summary
mNo edit summary
 
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=τὸ, Α<br /><b>βλ.</b> [[φακιόλι]].
|mltxt=το / [[φακιόλιον]], ΝΜΑ, και [[φακεόλιον]] και [[φακεώλιον]] και [[φακιώλιον]] και [[φακιάλιον]] και [[φακιάριον]] και [[πακιάλιον]] Α<br />[[είδος]] γυναικείου κεφαλόδεσμου, αλλ. [[μαντίλα]], [[τσεμπέρι]], [[τουλπάνι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λατ</i>. <i>[[faciale]]</i> «[[μαντίλι]]» <span style="color: red;"><</span> λατ. [[facies]] «[[όψη]], [[πρόσωπο]]»].
}}
}}

Latest revision as of 12:12, 6 February 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φακιώλιον Medium diacritics: φακιώλιον Low diacritics: φακιώλιον Capitals: ΦΑΚΙΩΛΙΟΝ
Transliteration A: phakiṓlion Transliteration B: phakiōlion Transliteration C: fakiolion Beta Code: fakiw/lion

English (LSJ)

v. φακιόλιον, φακιάλιον (faciale, face-cloth, turban, towel).

Greek Monolingual

το / φακιόλιον, ΝΜΑ, και φακεόλιον και φακεώλιον και φακιώλιον και φακιάλιον και φακιάριον και πακιάλιον Α
είδος γυναικείου κεφαλόδεσμου, αλλ. μαντίλα, τσεμπέρι, τουλπάνι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. faciale «μαντίλι» < λατ. facies «όψη, πρόσωπο»].