δαφναῖος: Difference between revisions

From LSJ

δειναὶ δ' ἅμ' ἕπονται κῆρες ἀναπλάκητοι → and after him come dread spirits of death that never miss their mark

Source
m (Text replacement - "   " to "")
m (Text replacement - "αῑο" to "αῖο")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=δαφναῑος, -α, -ον (Α) [[δάφνη]]<br /><b>1.</b> ο [[δάφνινος]]<br /><b>2.</b> (επίθ. του Απόλλωνος) ο [[δαφνηφόρος]].
|mltxt=δαφναῖος, -α, -ον (Α) [[δάφνη]]<br /><b>1.</b> ο [[δάφνινος]]<br /><b>2.</b> (επίθ. του Απόλλωνος) ο [[δαφνηφόρος]].
}}
}}

Revision as of 08:43, 14 March 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δαφναῖος Medium diacritics: δαφναῖος Low diacritics: δαφναίος Capitals: ΔΑΦΝΑΙΟΣ
Transliteration A: daphnaîos Transliteration B: daphnaios Transliteration C: dafnaios Beta Code: dafnai=os

English (LSJ)

α, ον, A = δαφνικός, of bay, πέταλα Nonn.D.19.73. II epith. of Apollo,AP 9.477, Nonn.D.13.82.

German (Pape)

[Seite 524] zum Lorbeerbaum gehörig, Nonn. D. 2, 98; στέμμα Christod. ecphr. 250; Beiname des Apollo, Nonn. u. a. D.

Greek (Liddell-Scott)

δαφναῖος: -α, -ον, = δαφνικός, ὁ 'εκ δάφνης ἢ εἰς δάφνην ἀνήκων, Χριστ. Ἐκφρ. 260. ΙΙ. ὡς τὸ δαφνηφόρος, ἐπίθ. τοῦ Ἀπόλλωνος αὐτ. 9. 477.

Greek Monolingual

δαφναῖος, -α, -ον (Α) δάφνη
1. ο δάφνινος
2. (επίθ. του Απόλλωνος) ο δαφνηφόρος.