ραντιστήρι: Difference between revisions

From LSJ

Γυναικὶ κόσμοςτρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid

Menander, Monostichoi, 92
(36)
 
mNo edit summary
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το / ῥαντιστήριον, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> [[δοχείο]] με διάτρητο [[πώμα]] που χρησιμοποιείται για ραντισμό [[φυτών]], λουλουδιών κ.λπ.<br /><b>2.</b> <b>εκκλ.</b> α) [[δοχείο]] το οποίο χρησιμοποιείται για τον ραντισμό τών πιστών με [[μύρο]] ή με αγιασμό<br />β) [[δέσμη]] βασιλικού ή δεντρολίβανου, με την οποία ο [[ιερέας]] ραντίζει τους πιστούς ή οικίες και σκεύη, [[αφού]] [[προηγουμένως]] την εμβαπτίσει σε αγιασμένο [[νερό]], κν. [[αγιαστούρα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>πληθ.</b> <i>τὰ ῥαντιστήρια</i><br />τελετές με ραντισμούς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ῥαντίζω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τήριον</i> (<b>πρβλ.</b> <i>βασανισ</i>-<i>τήριον</i>)].
|mltxt=το / [[ῥαντιστήριον]], ΝΜΑ<br /><b>1.</b> [[δοχείο]] με διάτρητο [[πώμα]] που χρησιμοποιείται για ραντισμό [[φυτών]], λουλουδιών κ.λπ.<br /><b>2.</b> <b>εκκλ.</b> α) [[δοχείο]] το οποίο χρησιμοποιείται για τον ραντισμό τών πιστών με [[μύρο]] ή με αγιασμό<br />β) [[δέσμη]] βασιλικού ή δεντρολίβανου, με την οποία ο [[ιερέας]] ραντίζει τους πιστούς ή οικίες και σκεύη, [[αφού]] [[προηγουμένως]] την εμβαπτίσει σε αγιασμένο [[νερό]], κν. [[αγιαστούρα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>πληθ.</b> <i>τὰ ῥαντιστήρια</i><br />τελετές με ραντισμούς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ῥαντίζω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τήριον</i> (<b>πρβλ.</b> <i>βασανισ</i>-<i>τήριον</i>)].
}}
}}
==Wikipedia EL==
Αγιαστούρα ή [[αγιαστήρα]] ή [[ραντιστήρι]] ονομάζεται η δέσμη βασιλικού που μαζί με τον [[σταυρό]] χρησιμοποιεί ο ιερέας για να ραντίζει τους πιστούς με τον αγιασμό. Επίσης ονομάζεται το δοχείο όπου τοποθετείται ο αγιασμός, και το μυροδοχείο σε σχήμα αχλαδιού με ψηλό [[λαιμό]], με το οποίο γίνεται το [[ράντισμα]]. Επίσης λέγεται και [[ράντιστρο]] ή [[ραντιστήρι]] διότι με αυτό ραντίζει ο ιερέας τους πιστούς. Το αντίστοιχο σκεύος στην Καθολική Εκκλησία λέγεται [[aspergillum]].

Revision as of 18:34, 21 March 2021

Greek Monolingual

το / ῥαντιστήριον, ΝΜΑ
1. δοχείο με διάτρητο πώμα που χρησιμοποιείται για ραντισμό φυτών, λουλουδιών κ.λπ.
2. εκκλ. α) δοχείο το οποίο χρησιμοποιείται για τον ραντισμό τών πιστών με μύρο ή με αγιασμό
β) δέσμη βασιλικού ή δεντρολίβανου, με την οποία ο ιερέας ραντίζει τους πιστούς ή οικίες και σκεύη, αφού προηγουμένως την εμβαπτίσει σε αγιασμένο νερό, κν. αγιαστούρα
αρχ.
πληθ. τὰ ῥαντιστήρια
τελετές με ραντισμούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥαντίζω + επίθημα -τήριον (πρβλ. βασανισ-τήριον)].

Wikipedia EL

Αγιαστούρα ή αγιαστήρα ή ραντιστήρι ονομάζεται η δέσμη βασιλικού που μαζί με τον σταυρό χρησιμοποιεί ο ιερέας για να ραντίζει τους πιστούς με τον αγιασμό. Επίσης ονομάζεται το δοχείο όπου τοποθετείται ο αγιασμός, και το μυροδοχείο σε σχήμα αχλαδιού με ψηλό λαιμό, με το οποίο γίνεται το ράντισμα. Επίσης λέγεται και ράντιστρο ή ραντιστήρι διότι με αυτό ραντίζει ο ιερέας τους πιστούς. Το αντίστοιχο σκεύος στην Καθολική Εκκλησία λέγεται aspergillum.