προσύγκειμαι: Difference between revisions
From LSJ
ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → either say something better than silence or keep silence (Menander)
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "σημεῑ" to "σημεῖ") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[είμαι]] συμφωνημένος, κανονισμένος εκ τών προτέρων («ὅ προσυνέκειτο | |mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[είμαι]] συμφωνημένος, κανονισμένος εκ τών προτέρων («ὅ προσυνέκειτο σημεῖον», <b>Ιώσ.</b>)<br /><b>2.</b> (η μτχ. ουδ. του ενεστ. ως ουσ.) <i>τὸ προσυγκείμενον</i><br />η προσυμφωνία.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[σύγκειμαι]] «[[είμαι]] κανονισμένος, συμφωνημένος»]. | ||
}} | }} |
Revision as of 09:40, 25 March 2021
English (LSJ)
Pass., A to be arranged, agreed beforehand, Aen.Tact.18.18,al., J.AJ18.3.2; τὸ προσυγκείμενον Aen. Tact.31.16; τὰ π. J.AJ19.2.5.
German (Pape)
[Seite 784] (s. κεῖμαι), vorher zusammengelegt, festgesetzt, verabredet sein, Ios.
Greek (Liddell-Scott)
προσύγκειμαι: Παθητ., εἶμαι προσυμπεφωνημένος, ὃ προσυνέκειτο σημεῖον Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 18. 3, 2., 19. 2, 5· τὸ πρ. Αἰν. Τακτ. 31.
Greek Monolingual
Α
1. είμαι συμφωνημένος, κανονισμένος εκ τών προτέρων («ὅ προσυνέκειτο σημεῖον», Ιώσ.)
2. (η μτχ. ουδ. του ενεστ. ως ουσ.) τὸ προσυγκείμενον
η προσυμφωνία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + σύγκειμαι «είμαι κανονισμένος, συμφωνημένος»].