συμμεταβαίνω: Difference between revisions

From LSJ

Γυναικὶ μὴ πίστευε τὸν σαυτοῦ βίον → Cave salutem feminae credas tuam → Vertraue keiner Frau je an dein Lebensgut

Menander, Monostichoi, 86
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[συμβαδίζω]] («συμμεταβαίνει τι τοῡ πάθους», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>2.</b> [[συμφωνώ]] («τὰ ῥήματα συμμεταβαίνει τοῑς προσώποις», Απολλ. Δύσκ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[μεταβαίνω]] «μετατοπίζομαι»].
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[συμβαδίζω]] («συμμεταβαίνει τι τοῡ πάθους», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>2.</b> [[συμφωνώ]] («τὰ ῥήματα συμμεταβαίνει τοῖς προσώποις», Απολλ. Δύσκ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[μεταβαίνω]] «μετατοπίζομαι»].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 18:10, 25 March 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμμεταβαίνω Medium diacritics: συμμεταβαίνω Low diacritics: συμμεταβαίνω Capitals: ΣΥΜΜΕΤΑΒΑΙΝΩ
Transliteration A: symmetabaínō Transliteration B: symmetabainō Transliteration C: symmetavaino Beta Code: summetabai/nw

English (LSJ)

A pass over together, J.AJ15.6.6, S.E.M.10.26, Luc. Nigr.38: c. dat., τὰ ῥήματα -βαίνει τοῖς προσώποις A.D.Synt.236.4.

German (Pape)

[Seite 981] (s. βαίνω), mit od. zugleich übergehen, τινί, Luc. Nigr. 38.

Greek (Liddell-Scott)

συμμεταβαίνω: μεταβαίνω ὁμοῦ, Στράβ. 455, Λουκιαν. Νιγρῖν. 38.

French (Bailly abrégé)

se déplacer ensemble ou en même temps.
Étymologie: σύν, μεταβαίνω.

Greek Monolingual

Α
1. συμβαδίζω («συμμεταβαίνει τι τοῡ πάθους», Λουκιαν.)
2. συμφωνώ («τὰ ῥήματα συμμεταβαίνει τοῖς προσώποις», Απολλ. Δύσκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + μεταβαίνω «μετατοπίζομαι»].

Russian (Dvoretsky)

συμμεταβαίνω: вместе переходить, одновременно распространяться (ἡ νόσος συμμεταβαίνει ἅμα τῷ δήγματι Luc.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συμ-μεταβαίνω meekomen, met ἅμα + dat. tegelijk met iets.