ἐγκαταφλέγω: Difference between revisions

From LSJ

αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐγκαταφλέγω]] (Μ)<br />[[κατακαίω]] [[κάτι]] [[μέσα]] σε κάποιον χώρο («ἐγκαταφλέξομεν τοῑς βόθροις»).
|mltxt=[[ἐγκαταφλέγω]] (Μ)<br />[[κατακαίω]] [[κάτι]] [[μέσα]] σε κάποιον χώρο («ἐγκαταφλέξομεν τοῖς βόθροις»).
}}
}}

Revision as of 18:11, 25 March 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐγκαταφλέγω Medium diacritics: ἐγκαταφλέγω Low diacritics: εγκαταφλέγω Capitals: ΕΓΚΑΤΑΦΛΕΓΩ
Transliteration A: enkataphlégō Transliteration B: enkataphlegō Transliteration C: egkataflego Beta Code: e)gkatafle/gw

English (LSJ)

A burn in, βόθροις Gp.9.6.3.

German (Pape)

[Seite 706] darin verbrennen. Geop.

Greek (Liddell-Scott)

ἐγκαταφλέγω: μέλλ. -ξω, καταφλέγω, κατακαίω ἐντός τινος, ἐγκαταφλέξομεν τοῖς βόθροις Γεωπ. 9. 6, 2.

Spanish (DGE)

quemar en φρύγανα καὶ κάλαμον ... τοῖς βόθροις Gp.9.6.3
fig. consumir en v. pas. οἱονεὶ πυρὶ τοῖς σπλάγχνοις ἐγκαταφλέγεσθαι ser consumido en las entrañas como por un fuego Gr.Nyss.Hom.Opif.M.44.220B.

Greek Monolingual

ἐγκαταφλέγω (Μ)
κατακαίω κάτι μέσα σε κάποιον χώρο («ἐγκαταφλέξομεν τοῖς βόθροις»).