ὀρθόδωρον: Difference between revisions
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - " τοῡ " to " τοῦ ") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ὀρθόδωρον]], τὸ (Α)<br /><b>1.</b> [[μέτρο]] μήκους το οποίο υπολογιζόταν με το [[χέρι]], από το [[άκρο]] του καρπού [[μέχρι]] το [[άκρο]] του μεσαίου δακτύλου, ήταν δηλ. ίσο με μία [[σπιθαμή]] («[[ὀρθόδωρον]]<br />[[μέτρον]] τὸ ὀρθὸν τῆς χειρὸς ἀπὸ ἄκρου | |mltxt=[[ὀρθόδωρον]], τὸ (Α)<br /><b>1.</b> [[μέτρο]] μήκους το οποίο υπολογιζόταν με το [[χέρι]], από το [[άκρο]] του καρπού [[μέχρι]] το [[άκρο]] του μεσαίου δακτύλου, ήταν δηλ. ίσο με μία [[σπιθαμή]] («[[ὀρθόδωρον]]<br />[[μέτρον]] τὸ ὀρθὸν τῆς χειρὸς ἀπὸ ἄκρου τοῦ καρποῡ [[μέχρι]] τοῦ δακτύλου<br />οἱ δὲ σπιθαμήν», <b>Ησύχ.</b>)<br /><b>2.</b> το ανδρικό [[μόριο]] σε [[στύση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ορθ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[δῶρον]] «[[δώρο]], η [[παλάμη]] ως [[μέτρο]] μήκους»]. | ||
}} | }} |
Revision as of 18:55, 25 March 2021
English (LSJ)
τό, (δῶρον II) A the length from the wrist to the finger-ends, = σπιθαμή, Hsch., cf. Poll.2.157. II = membrum erectum, PLond. 1821.166.
German (Pape)
[Seite 374] τό, die Länge von der Vorderhand, καρπός, bis zu den Fingerspitzen (vgl. δῶρον), Poll. 2, 157.
Greek (Liddell-Scott)
ὀρθόδωρον: τό, (δῶρον ΙΙ) «μέτρον τὸ ὀρθὸν τῆς χειρὸς ἀπὸ ἄκρου τοῦ καρποῦ μέχρι τοῦ δακτύλου· οἱ δὲ σπιθαμὴν» Ἡσύχ. - Κατὰ Πολυδ. Β΄, 157, «τὸ δὲ ἀπὸ τοῦ καρποῦ ἕως ἄκρων δακτύλων, ἡ πᾶσα χείρ, ὀρθόδωρον».
Greek Monolingual
ὀρθόδωρον, τὸ (Α)
1. μέτρο μήκους το οποίο υπολογιζόταν με το χέρι, από το άκρο του καρπού μέχρι το άκρο του μεσαίου δακτύλου, ήταν δηλ. ίσο με μία σπιθαμή («ὀρθόδωρον
μέτρον τὸ ὀρθὸν τῆς χειρὸς ἀπὸ ἄκρου τοῦ καρποῡ μέχρι τοῦ δακτύλου
οἱ δὲ σπιθαμήν», Ησύχ.)
2. το ανδρικό μόριο σε στύση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο)- + δῶρον «δώρο, η παλάμη ως μέτρο μήκους»].