αθλούμαι: Difference between revisions

From LSJ

φθείρουσιν ἤθη χρήσθ' ὁμιλίαι κακαί → bad company ruins good habits

Source
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
m (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(-έομαι) (AM ἀθλοῡμαι, ἀθλῶ, -έω)<br /><b>νεοελλ.</b><br />γυμνάζομαι, επιδίδομαι στον αθλητισμό<br /><b>μσν.</b><br />[[αθλώ]], (για τους χριστιανούς μάρτυρες) [[υφίσταμαι]] μαρτύρια, [[βρίσκω]] μαρτυρικό θάνατο για την [[πίστη]] μου στον Χριστό ή για τους αγώνες μου [[προς]] [[διάδοση]] του χριστιανισμού<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αγωνίζομαι]] σε [[μάχη]]<br /><b>2.</b> [[είμαι]] [[αθλητής]], [[αγωνίζομαι]] για [[βραβείο]]<br /><b>3.</b> [[μοχθώ]], [[κοπιάζω]], [[διεξάγω]] αγώνες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἆθλος]].
|mltxt=(-έομαι) (AM ἀθλοῦμαι, ἀθλῶ, -έω)<br /><b>νεοελλ.</b><br />γυμνάζομαι, επιδίδομαι στον αθλητισμό<br /><b>μσν.</b><br />[[αθλώ]], (για τους χριστιανούς μάρτυρες) [[υφίσταμαι]] μαρτύρια, [[βρίσκω]] μαρτυρικό θάνατο για την [[πίστη]] μου στον Χριστό ή για τους αγώνες μου [[προς]] [[διάδοση]] του χριστιανισμού<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αγωνίζομαι]] σε [[μάχη]]<br /><b>2.</b> [[είμαι]] [[αθλητής]], [[αγωνίζομαι]] για [[βραβείο]]<br /><b>3.</b> [[μοχθώ]], [[κοπιάζω]], [[διεξάγω]] αγώνες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἆθλος]].
}}
}}

Latest revision as of 16:25, 26 March 2021

Greek Monolingual

(-έομαι) (AM ἀθλοῦμαι, ἀθλῶ, -έω)
νεοελλ.
γυμνάζομαι, επιδίδομαι στον αθλητισμό
μσν.
αθλώ, (για τους χριστιανούς μάρτυρες) υφίσταμαι μαρτύρια, βρίσκω μαρτυρικό θάνατο για την πίστη μου στον Χριστό ή για τους αγώνες μου προς διάδοση του χριστιανισμού
αρχ.
1. αγωνίζομαι σε μάχη
2. είμαι αθλητής, αγωνίζομαι για βραβείο
3. μοχθώ, κοπιάζω, διεξάγω αγώνες.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἆθλος.