καλλιεργώ: Difference between revisions
From LSJ
Μισῶ πονηρόν, χρηστὸν ὅταν εἴπῃ λόγον → Cum recta fatur, improbum odi maxime → Den Schlechten hass' ich, wenn ein gutes Wort er spricht
(18) |
m (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(AM καλλιεργῶ, -έω) [[καλλίεργος]]<br />[[κάνω]] τις απαραίτητες γεωργικές εργασίες για να καταστήσω τη γη γόνιμη και να προκαλέσω την [[ανάπτυξη]] και [[καρποφορία]] τών [[φυτών]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> επιδίδομαι σε [[κάτι]] με μεγάλο ζήλο («[[καλλιεργώ]] τις τέχνες»)<br /><b>2.</b> [[εξασκώ]] κάποια [[φυσική]] ή [[ηθική]] ιδιότητά μου («καλλιεργεί τη [[φωνή]] του»)<br /><b>3.</b> [[υποθάλπω]], [[συνάπτω]], [[διατηρώ]] («[[καλλιεργώ]] σχέσεις»)<br /><b>4.</b> <b>(μικρβλ.)</b> [[προκαλώ]] τον πολλαπλασιασμό μικροβίων σε τεχνητές θρεπτικές ουσίες<br /><b>5.</b> (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) <i>καλλιεργημένος</i>, -<i>η</i>, -<i>ο</i><br />αυτός που έχει πνευματική και κοινωνική [[μόρφωση]] [[καθώς]] και ψυχική [[ανωτερότητα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>παθ.</b> <i> | |mltxt=(AM καλλιεργῶ, -έω) [[καλλίεργος]]<br />[[κάνω]] τις απαραίτητες γεωργικές εργασίες για να καταστήσω τη γη γόνιμη και να προκαλέσω την [[ανάπτυξη]] και [[καρποφορία]] τών [[φυτών]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> επιδίδομαι σε [[κάτι]] με μεγάλο ζήλο («[[καλλιεργώ]] τις τέχνες»)<br /><b>2.</b> [[εξασκώ]] κάποια [[φυσική]] ή [[ηθική]] ιδιότητά μου («καλλιεργεί τη [[φωνή]] του»)<br /><b>3.</b> [[υποθάλπω]], [[συνάπτω]], [[διατηρώ]] («[[καλλιεργώ]] σχέσεις»)<br /><b>4.</b> <b>(μικρβλ.)</b> [[προκαλώ]] τον πολλαπλασιασμό μικροβίων σε τεχνητές θρεπτικές ουσίες<br /><b>5.</b> (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) <i>καλλιεργημένος</i>, -<i>η</i>, -<i>ο</i><br />αυτός που έχει πνευματική και κοινωνική [[μόρφωση]] [[καθώς]] και ψυχική [[ανωτερότητα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>παθ.</b> <i>καλλιεργοῦμαι</i>, -<i>έομαι</i><br />[[είμαι]] καλά δουλεμένος. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 16:28, 26 March 2021
Greek Monolingual
(AM καλλιεργῶ, -έω) καλλίεργος
κάνω τις απαραίτητες γεωργικές εργασίες για να καταστήσω τη γη γόνιμη και να προκαλέσω την ανάπτυξη και καρποφορία τών φυτών
νεοελλ.
1. επιδίδομαι σε κάτι με μεγάλο ζήλο («καλλιεργώ τις τέχνες»)
2. εξασκώ κάποια φυσική ή ηθική ιδιότητά μου («καλλιεργεί τη φωνή του»)
3. υποθάλπω, συνάπτω, διατηρώ («καλλιεργώ σχέσεις»)
4. (μικρβλ.) προκαλώ τον πολλαπλασιασμό μικροβίων σε τεχνητές θρεπτικές ουσίες
5. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) καλλιεργημένος, -η, -ο
αυτός που έχει πνευματική και κοινωνική μόρφωση καθώς και ψυχική ανωτερότητα
αρχ.
παθ. καλλιεργοῦμαι, -έομαι
είμαι καλά δουλεμένος.