μηχανώμαι: Difference between revisions

From LSJ

ἢν μή τις ὥσπερ σφηκιὰν βλίττῃ με κἀρεθίζῃ → may no one squeeze me and tease me like a wasp | may no one smoke me and tease me like a wasp | but if anyone annoys me and rifles my nest, they'll find a wasp inside | still if you wake a wasps' nest then of wasps you must beware

Source
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
m (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(ΑΜ μηχανῶμαι, -άομαι, Μ και μηχανοῡμαι, -έομαι, Α και ενεργ. μηχανῶ, -άω) [[μηχανή]]<br /><b>1.</b> [[επινοώ]], [[εφευρίσκω]]<br /><b>2.</b> [[επινοώ]] [[κάτι]] με [[πανουργία]], [[τεχνάζομαι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κατασκευάζω]] ή [[οικοδομώ]] [[κάτι]] με [[τέχνη]] («οἳ ἄρα δὴ [[τάδε]] τείχεα μηχανόωντο», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[επινοώ]], [[πράττω]] [[κάτι]] με επιτήδειο τρόπο για έναν σκοπό<br /><b>3.</b> [[παρασκευάζω]], [[ετοιμάζω]]<br /><b>4.</b> [[προξενώ]] ή [[φέρω]] [[αποτέλεσμα]] («ἀπὸ τοῦ ὠκεανοῡ ῥέοντα αὐτὸν ταῡτα μηχανᾱσθαι», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>5.</b> [[επιδιώκω]] να γίνει [[κάτι]] με κατάλληλο τρόπο<br /><b>6.</b> [[προμηθεύω]] στον εαυτό μου.
|mltxt=(ΑΜ μηχανῶμαι, -άομαι, Μ και μηχανοῦμαι, -έομαι, Α και ενεργ. μηχανῶ, -άω) [[μηχανή]]<br /><b>1.</b> [[επινοώ]], [[εφευρίσκω]]<br /><b>2.</b> [[επινοώ]] [[κάτι]] με [[πανουργία]], [[τεχνάζομαι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κατασκευάζω]] ή [[οικοδομώ]] [[κάτι]] με [[τέχνη]] («οἳ ἄρα δὴ [[τάδε]] τείχεα μηχανόωντο», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[επινοώ]], [[πράττω]] [[κάτι]] με επιτήδειο τρόπο για έναν σκοπό<br /><b>3.</b> [[παρασκευάζω]], [[ετοιμάζω]]<br /><b>4.</b> [[προξενώ]] ή [[φέρω]] [[αποτέλεσμα]] («ἀπὸ τοῦ ὠκεανοῡ ῥέοντα αὐτὸν ταῡτα μηχανᾱσθαι», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>5.</b> [[επιδιώκω]] να γίνει [[κάτι]] με κατάλληλο τρόπο<br /><b>6.</b> [[προμηθεύω]] στον εαυτό μου.
}}
}}

Revision as of 16:30, 26 March 2021

Greek Monolingual

(ΑΜ μηχανῶμαι, -άομαι, Μ και μηχανοῦμαι, -έομαι, Α και ενεργ. μηχανῶ, -άω) μηχανή
1. επινοώ, εφευρίσκω
2. επινοώ κάτι με πανουργία, τεχνάζομαι
αρχ.
1. κατασκευάζω ή οικοδομώ κάτι με τέχνη («οἳ ἄρα δὴ τάδε τείχεα μηχανόωντο», Ομ. Ιλ.)
2. επινοώ, πράττω κάτι με επιτήδειο τρόπο για έναν σκοπό
3. παρασκευάζω, ετοιμάζω
4. προξενώ ή φέρω αποτέλεσμα («ἀπὸ τοῦ ὠκεανοῡ ῥέοντα αὐτὸν ταῡτα μηχανᾱσθαι», Ηρόδ.)
5. επιδιώκω να γίνει κάτι με κατάλληλο τρόπο
6. προμηθεύω στον εαυτό μου.