περικυκλώνω: Difference between revisions
From LSJ
ἀσμένῳ δέ σοι ἡ ποικιλείμων νὺξ ἀποκρύψει φάος → glad wilt thou be when night, arrayed in spangled garb, shuts out the light
(32) |
m (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=περικυκλῶ, -όω, ΝΜΑ<br />[[περιορίζω]], [[κλείνω]] [[κάτι]] από όλες τις πλευρές, [[περιβάλλω]] κυκλικώς<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>στρ.</b> [[δημιουργώ]] κλοιό, [[κλείνω]] σε κλοιό [[πολιορκώ]]<br /><b>μσν.</b><br />[[περιβάλλω]], [[περικλείνω]] [[κάτι]] για να το προστατεύσω<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[περιέρχομαι]]<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i> | |mltxt=περικυκλῶ, -όω, ΝΜΑ<br />[[περιορίζω]], [[κλείνω]] [[κάτι]] από όλες τις πλευρές, [[περιβάλλω]] κυκλικώς<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>στρ.</b> [[δημιουργώ]] κλοιό, [[κλείνω]] σε κλοιό [[πολιορκώ]]<br /><b>μσν.</b><br />[[περιβάλλω]], [[περικλείνω]] [[κάτι]] για να το προστατεύσω<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[περιέρχομαι]]<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>περικυκλοῦμαι</i> -<i>όομαι</i><br />πολιορκούμαι από [[παντού]]. | ||
}} | }} |