μεσουρανώ: Difference between revisions

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source
(24)
 
m (Text replacement - "οῡντα" to "οῦντα")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(ΑM μεσουρανῶ, -έω)<br />(για ουράνια σώματα) βρίσκομαι στο [[μέσο]] του ουρανού, [[διέρχομαι]] από τον μεσημβρινό ενός τόπου, [[είμαι]] στο κατακόρυφο [[σημείο]] («[[οἷον]] ὁ [[ἥλιος]] καὶ τὰ ἄστρα ἀνίσχοντα καὶ δύνοντα μείζω φαίνεται ἢ μεσουρανοῡντα», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> βρίσκομαι ή [[φθάνω]] στο πιο ψηλό [[σημείο]] της δράσης, της [[ακμής]], της επιτυχίας ή της δόξας<br /><b>αρχ.</b><br />βρίσκομαι στο [[ναδίρ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μεσούρανος</i>].
|mltxt=(ΑM μεσουρανῶ, -έω)<br />(για ουράνια σώματα) βρίσκομαι στο [[μέσο]] του ουρανού, [[διέρχομαι]] από τον μεσημβρινό ενός τόπου, [[είμαι]] στο κατακόρυφο [[σημείο]] («[[οἷον]] ὁ [[ἥλιος]] καὶ τὰ ἄστρα ἀνίσχοντα καὶ δύνοντα μείζω φαίνεται ἢ μεσουρανοῦντα», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> βρίσκομαι ή [[φθάνω]] στο πιο ψηλό [[σημείο]] της δράσης, της [[ακμής]], της επιτυχίας ή της δόξας<br /><b>αρχ.</b><br />βρίσκομαι στο [[ναδίρ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μεσούρανος</i>].
}}
}}

Latest revision as of 20:05, 26 March 2021

Greek Monolingual

(ΑM μεσουρανῶ, -έω)
(για ουράνια σώματα) βρίσκομαι στο μέσο του ουρανού, διέρχομαι από τον μεσημβρινό ενός τόπου, είμαι στο κατακόρυφο σημείοοἷονἥλιος καὶ τὰ ἄστρα ἀνίσχοντα καὶ δύνοντα μείζω φαίνεται ἢ μεσουρανοῦντα», Αριστοτ.)
νεοελλ.
μτφ. βρίσκομαι ή φθάνω στο πιο ψηλό σημείο της δράσης, της ακμής, της επιτυχίας ή της δόξας
αρχ.
βρίσκομαι στο ναδίρ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεσούρανος].