κυματοτρόφος: Difference between revisions
From LSJ
Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art
(22) |
m (Text replacement - "εῑν " to "εῖν ") |
||
Line 3: | Line 3: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κυματοτρόφος]], -ον (Α)<br />(για τη [[θάλασσα]]) αυτός που τρέφει τα κύματα («[[οἷον]] εἰ [[μέλλων]] | |mltxt=[[κυματοτρόφος]], -ον (Α)<br />(για τη [[θάλασσα]]) αυτός που τρέφει τα κύματα («[[οἷον]] εἰ [[μέλλων]] εἰπεῖν θάλασσαν οὐκ εἴπης, ἀλλὰ τὴν ὑγρὰν τὴν κυματοτρόφον»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κῦμα]], -<i>α</i>-<i>τ</i>-<i>ος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>τρόφος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τρέφω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>γενειο</i>-<i>τρόφος</i>, <i>ιερακο</i>-<i>τρόφος</i>. Η [[παροξυτονία]] προσδίδει στο σύνθ. ενεργητική σημ., κατ' [[αντίθεση]] [[προς]] το προπαροξύτονο <i>κυματό</i>-<i>τροφος</i>, του οποίου η σημ. [[είναι]] παθητική]. | ||
}} | }} |
Revision as of 20:20, 26 March 2021
German (Pape)
[Seite 1530] Wellen ernährend, Rhett.; – κυματότροφος, in den Wellen, im Meere ernährt, Conj. für das Folgde.
Greek Monolingual
κυματοτρόφος, -ον (Α)
(για τη θάλασσα) αυτός που τρέφει τα κύματα («οἷον εἰ μέλλων εἰπεῖν θάλασσαν οὐκ εἴπης, ἀλλὰ τὴν ὑγρὰν τὴν κυματοτρόφον»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κῦμα, -α-τ-ος + -τρόφος (< τρέφω), πρβλ. γενειο-τρόφος, ιερακο-τρόφος. Η παροξυτονία προσδίδει στο σύνθ. ενεργητική σημ., κατ' αντίθεση προς το προπαροξύτονο κυματό-τροφος, του οποίου η σημ. είναι παθητική].