συνάμα: Difference between revisions

From LSJ

γεγόναμεν γὰρ πρὸς συνεργίαν ὡς πόδες, ὡς χεῖρες, ὡς βλέφαρα, ὡς οἱ στοῖχοι τῶν ἄνω καὶ κάτω ὀδόντων. τὸ οὖν ἀντιπράσσειν ἀλλήλοις παρὰ φύσιν → we are all made for mutual assistance, as the feet, the hands, and the eyelids, as the rows of the upper and under teeth, from whence it follows that clashing and opposition is perfectly unnatural

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "εῑν " to "εῖν ")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ, και [[σύναμα]] Α<br />συγχρόνως, [[μαζί]] (α. «[[συνάμα]] ήρθε κι αυτός» β. «τοῑς δὲ [[τριηκόσιοι]] ταῡροι σύναμ' ἐστιχόωντο», <b>Θεόκρ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[μόλις]], [[ευθύς]] ως («[[σύναμα]] τῷ βραχεῑαν ἰδεῑν αἵματος ῥύσιν ὠχριᾷ», Σέξτ. Εμπ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αρχ. [[σύναμα]] <span style="color: red;"><</span> <i>σύν</i> <span style="color: red;">+</span> <i>ἅμα</i>].
|mltxt=ΝΜΑ, και [[σύναμα]] Α<br />συγχρόνως, [[μαζί]] (α. «[[συνάμα]] ήρθε κι αυτός» β. «τοῑς δὲ [[τριηκόσιοι]] ταῡροι σύναμ' ἐστιχόωντο», <b>Θεόκρ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[μόλις]], [[ευθύς]] ως («[[σύναμα]] τῷ βραχεῑαν ἰδεῖν αἵματος ῥύσιν ὠχριᾷ», Σέξτ. Εμπ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αρχ. [[σύναμα]] <span style="color: red;"><</span> <i>σύν</i> <span style="color: red;">+</span> <i>ἅμα</i>].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 20:26, 26 March 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνάμᾰ Medium diacritics: συνάμα Low diacritics: συνάμα Capitals: ΣΥΝΑΜΑ
Transliteration A: synáma Transliteration B: synama Transliteration C: synama Beta Code: suna/ma

English (LSJ)

Adv. for σὺν ἅμα, A together, AP7.9 (Damag), Luc.Pisc.51, Bis Acc.ΙΙ, etc.; τισι with them, Theoc.25.126; freq. in tmesi: συνάμα is dub.l. in S.Ichn.70 (lyr.).

Greek Monolingual

ΝΜΑ, και σύναμα Α
συγχρόνως, μαζί (α. «συνάμα ήρθε κι αυτός» β. «τοῑς δὲ τριηκόσιοι ταῡροι σύναμ' ἐστιχόωντο», Θεόκρ.)
αρχ.
μόλις, ευθύς ως («σύναμα τῷ βραχεῑαν ἰδεῖν αἵματος ῥύσιν ὠχριᾷ», Σέξτ. Εμπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. σύναμα < σύν + ἅμα].

Greek Monotonic

συνάμᾰ: επίρρ. αντί σὺν ἅμα, μαζί, συγχρόνως, από κοινού, σε Ανθ., Λουκ.· τινί, με κάποιον, σε Θεόκρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συνάμᾰ [σύν, ἅμα] adv., tegelijk, tezamen.

Middle Liddell

[adverb for σὺν ἅμα]
together, Anth., Luc.; τινί with one, Theocr.