υπονοώ: Difference between revisions

From LSJ

ἐὰν ᾖς φιλομαθής, ἔσει πολυμαθής → if you are studious, you will become learned

Source
(44)
 
m (Text replacement - "εῑν " to "εῖν ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ὑπονοῶ, -έω, ΝΑ [[νοῶ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[εκφράζω]] με έμμεσο ή συγκεκαλυμμένο τρόπο, [[υποδηλώνω]], [[υπαινίσσομαι]] («δεν [[ξέρω]] τί υπονοούσε με όσα είπε [[προηγουμένως]]»)<br /><b>2.</b> <b>(μεσοπαθ.)</b> <i>υπονοούμαι</i><br />δεν λέγομαι ρητώς, [[εξυπακούομαι]], [[είμαι]] [[αυτονόητος]]<br /><b>3.</b> (το ουδ. μτχ. παθ. ενεστ. ως ουσ.) <i>τα υπονοούμενα</i><br />υπαινιγμοί, [[μισόλογα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[υποψιάζομαι]], [[υποπτεύομαι]]<br /><b>2.</b> [[κάνω]] εικασίες, [[σχηματίζω]] υποθετικές ιδέες για ένα [[θέμα]] («καὶ θηρεύειν καὶ ἐπὶ σμικρὸν ὑπονοεῑν τὰ λεγόμενα», Αντιφ.).
|mltxt=ὑπονοῶ, -έω, ΝΑ [[νοῶ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[εκφράζω]] με έμμεσο ή συγκεκαλυμμένο τρόπο, [[υποδηλώνω]], [[υπαινίσσομαι]] («δεν [[ξέρω]] τί υπονοούσε με όσα είπε [[προηγουμένως]]»)<br /><b>2.</b> <b>(μεσοπαθ.)</b> <i>υπονοούμαι</i><br />δεν λέγομαι ρητώς, [[εξυπακούομαι]], [[είμαι]] [[αυτονόητος]]<br /><b>3.</b> (το ουδ. μτχ. παθ. ενεστ. ως ουσ.) <i>τα υπονοούμενα</i><br />υπαινιγμοί, [[μισόλογα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[υποψιάζομαι]], [[υποπτεύομαι]]<br /><b>2.</b> [[κάνω]] εικασίες, [[σχηματίζω]] υποθετικές ιδέες για ένα [[θέμα]] («καὶ θηρεύειν καὶ ἐπὶ σμικρὸν ὑπονοεῖν τὰ λεγόμενα», Αντιφ.).
}}
}}

Latest revision as of 20:29, 26 March 2021

Greek Monolingual

ὑπονοῶ, -έω, ΝΑ νοῶ
νεοελλ.
1. εκφράζω με έμμεσο ή συγκεκαλυμμένο τρόπο, υποδηλώνω, υπαινίσσομαι («δεν ξέρω τί υπονοούσε με όσα είπε προηγουμένως»)
2. (μεσοπαθ.) υπονοούμαι
δεν λέγομαι ρητώς, εξυπακούομαι, είμαι αυτονόητος
3. (το ουδ. μτχ. παθ. ενεστ. ως ουσ.) τα υπονοούμενα
υπαινιγμοί, μισόλογα
αρχ.
1. υποψιάζομαι, υποπτεύομαι
2. κάνω εικασίες, σχηματίζω υποθετικές ιδέες για ένα θέμα («καὶ θηρεύειν καὶ ἐπὶ σμικρὸν ὑπονοεῖν τὰ λεγόμενα», Αντιφ.).