ψηφοφορώ: Difference between revisions
From LSJ
νέῳ δὲ σιγᾶν μᾶλλον ἢ λαλεῖν πρέπει → it's fitting for a young man to keep silence rather than to speak (Menander)
(47c) |
m (Text replacement - "εῑν " to "εῖν ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ψηφοφορῶ, -έω, ΝΑ, και ψηφηφορῶ Α [[ψηφοφόρος]]<br />[[ψηφίζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />έχω το [[δικαίωμα]] της ψήφου<br /><b>αρχ.</b><br />[[εκλέγω]] με ψήφο («[[ἐπειδὴ]] τοὺς νομοθέτας | |mltxt=ψηφοφορῶ, -έω, ΝΑ, και ψηφηφορῶ Α [[ψηφοφόρος]]<br />[[ψηφίζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />έχω το [[δικαίωμα]] της ψήφου<br /><b>αρχ.</b><br />[[εκλέγω]] με ψήφο («[[ἐπειδὴ]] τοὺς νομοθέτας ψηφηφορεῖν ἔδει», Διον. Αλ.). | ||
}} | }} |