θυηπολώ: Difference between revisions
From LSJ
ἡμῶν δ' ὅσα καὶ τὰ σώματ' ἐστὶ τὸν ἀριθμὸν καθ' ἑνός, τοσούτους ἔστι καὶ τρόπους ἰδεῖν → whatever number of persons there are, the same will be found the number of minds and of characters
(17) |
m (Text replacement - "εῑν" to "εῖν") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=θυηπολῶ, -έω (Α) [[θυηπόλος]]<br /><b>1.</b> [[ασχολούμαι]] με θυσίες, [[είμαι]] [[θυηπόλος]]<br /><b>2.</b> <b>(μτθ.)</b> [[θυσιάζω]] [[κάτι]] («[[γέρας]] βρότειον τῷ Κρόνῳ | |mltxt=θυηπολῶ, -έω (Α) [[θυηπόλος]]<br /><b>1.</b> [[ασχολούμαι]] με θυσίες, [[είμαι]] [[θυηπόλος]]<br /><b>2.</b> <b>(μτθ.)</b> [[θυσιάζω]] [[κάτι]] («[[γέρας]] βρότειον τῷ Κρόνῳ θυηπολεῖν», <b>Σοφ.</b><br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> <i>θυηπολούμαι</i><br />[[γεμίζω]] από θυσίες, [[είμαι]] [[γεμάτος]] από προσφορές θυσιών («θυηπολεῑται δ' [[ἄστυ]] μάντεων ὕπο» — η [[πόλη]] [[είναι]] γεμάτη θυσίες από τους μάντεις, <b>Ευρ.</b>). | ||
}} | }} |
Revision as of 08:35, 27 March 2021
Greek Monolingual
θυηπολῶ, -έω (Α) θυηπόλος
1. ασχολούμαι με θυσίες, είμαι θυηπόλος
2. (μτθ.) θυσιάζω κάτι («γέρας βρότειον τῷ Κρόνῳ θυηπολεῖν», Σοφ.
3. παθ. θυηπολούμαι
γεμίζω από θυσίες, είμαι γεμάτος από προσφορές θυσιών («θυηπολεῑται δ' ἄστυ μάντεων ὕπο» — η πόλη είναι γεμάτη θυσίες από τους μάντεις, Ευρ.).