ἀποτυχής: Difference between revisions
From LSJ
αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "εῑν" to "εῖν") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀποτῠχής''': -ές, ([[τυγχάνω]], | |lstext='''ἀποτῠχής''': -ές, ([[τυγχάνω]], τυχεῖν) ὁ ἀποτυγχάνων, ἐν τῷ συγκρ. ἀποτυχέστερος τοῦ μὴ ὄντος Πλάτ. Σίσυφ. 391D. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Revision as of 08:50, 27 March 2021
English (LSJ)
ές, A missing, Pl.Sis.391c (Comp.).
German (Pape)
[Seite 333] ές, im compar. τοῦ μὴ ὄντος, verfehlend, (Plat.) Sisyph. 391 d.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποτῠχής: -ές, (τυγχάνω, τυχεῖν) ὁ ἀποτυγχάνων, ἐν τῷ συγκρ. ἀποτυχέστερος τοῦ μὴ ὄντος Πλάτ. Σίσυφ. 391D.
Spanish (DGE)
-ές
fallido, sin posibilidades de éxito ἀποτυχέστερος ... τοῦ μὴ ὄντος Pl.Sis.391c.
Greek Monolingual
ἀποτυχής, -ές (Α) αποτυγχάνω
αυτός που σφάλλει.
Russian (Dvoretsky)
ἀποτῠχής: неудачливый: ἐπιτυχέστερος καὶ ἀποτυχέστερός τινος Plat. более или менее счастливый в достижении чего-л.