ἐκρύπτω: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "εῑν" to "εῖν")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐκρύπτω]] (Α)<br />[[πλένω]], [[ξεπλένω]], [[καθαρίζω]] (και το μέσ. μτφ. «εἰ καὶ μὴ παντελῶς ἐξερύψαντο καὶ ἀπεπλύναντο τὸ ἀδικεῑν», Φίλων).
|mltxt=[[ἐκρύπτω]] (Α)<br />[[πλένω]], [[ξεπλένω]], [[καθαρίζω]] (και το μέσ. μτφ. «εἰ καὶ μὴ παντελῶς ἐξερύψαντο καὶ ἀπεπλύναντο τὸ ἀδικεῖν», Φίλων).
}}
}}

Revision as of 08:50, 27 March 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκρύπτω Medium diacritics: ἐκρύπτω Low diacritics: εκρύπτω Capitals: ΕΚΡΥΠΤΩ
Transliteration A: ekrýptō Transliteration B: ekryptō Transliteration C: ekrypto Beta Code: e)kru/ptw

English (LSJ)

A wash or rinse out, Poll.1.44,7.39 :—Med., ἐκρύπτεσθαι τὸ ἀδικεῖν Ph.1.613.

German (Pape)

[Seite 778] ausspülen, reinigen, Poll. 1, 44. – Hsd. bei Philo.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκρύπτω: ἐκπλύνω, καθαρίζω, Πολυδ. Α΄, 44., Ζ΄, 39: - Μέσ. ἐκρύπτεσθαι τὸ ἄδικον Φίλων 1. 613.

Spanish (DGE)

restregar, limpiar Poll.1.44, 7.39
fig. en v. med. restregarse, limpiarse τὸ ἀδικεῖν Ph.1.613.

Greek Monolingual

ἐκρύπτω (Α)
πλένω, ξεπλένω, καθαρίζω (και το μέσ. μτφ. «εἰ καὶ μὴ παντελῶς ἐξερύψαντο καὶ ἀπεπλύναντο τὸ ἀδικεῖν», Φίλων).