Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

εποικώ: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
m (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι")
m (Text replacement - "οῡν" to "οῦν ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM ἐποικῶ, -έω)<br />εγκαθίσταμαι ως [[έποικος]] σε κατοικημένο [[τόπο]] («Κυκλάδες ἐποικήσουσι νησαίας πόλεις», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> εγκαθίσταμαι [[κάπου]] με εχθρικές διαθέσεις («ἐποικοῡντες ὑμῑν [[αἰεί]] τε ἐπιβουλεύουσι», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>ἐπικοῦμαι</i><br />(για [[χώρα]]) κατέχομαι από εχθρό και [[χρησιμεύω]] ως [[ορμητήριο]] πολεμικών επιχειρήσεων («ἡ [[Δεκέλεια]]... τῇ χώρᾳ ἐπῳκείτο», <b>Θουκ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[έποικος]]<br /><b>βλ.</b> [[εποικίζω]]].
|mltxt=(AM ἐποικῶ, -έω)<br />εγκαθίσταμαι ως [[έποικος]] σε κατοικημένο [[τόπο]] («Κυκλάδες ἐποικήσουσι νησαίας πόλεις», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> εγκαθίσταμαι [[κάπου]] με εχθρικές διαθέσεις («ἐποικοῦν
τες ὑμῑν [[αἰεί]] τε ἐπιβουλεύουσι», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>ἐπικοῦμαι</i><br />(για [[χώρα]]) κατέχομαι από εχθρό και [[χρησιμεύω]] ως [[ορμητήριο]] πολεμικών επιχειρήσεων («ἡ [[Δεκέλεια]]... τῇ χώρᾳ ἐπῳκείτο», <b>Θουκ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[έποικος]]<br /><b>βλ.</b> [[εποικίζω]]].
}}
}}

Revision as of 14:15, 27 March 2021

Greek Monolingual

(AM ἐποικῶ, -έω)
εγκαθίσταμαι ως έποικος σε κατοικημένο τόπο («Κυκλάδες ἐποικήσουσι νησαίας πόλεις», Ευρ.)
αρχ.
1. εγκαθίσταμαι κάπου με εχθρικές διαθέσεις («ἐποικοῦν τες ὑμῑν αἰεί τε ἐπιβουλεύουσι», Θουκ.)
2. παθ. ἐπικοῦμαι
(για χώρα) κατέχομαι από εχθρό και χρησιμεύω ως ορμητήριο πολεμικών επιχειρήσεων («ἡ Δεκέλεια... τῇ χώρᾳ ἐπῳκείτο», Θουκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < έποικος
βλ. εποικίζω].