επιθυμώ: Difference between revisions
From LSJ
Λήσειν διὰ τέλους μὴ δόκει πονηρὸς ὤν → Latere semper posse ne spera nocens → Gewiss nicht immer bleibst als Schuft du unentdeckt
(13) |
m (Text replacement - "οῡν" to "οῦν ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(AM ἐπιθυμῶ, -έω)<br />έχω την [[επιθυμία]], [[ορέγομαι]] να αποκτήσω ή να [[κάνω]] [[κάτι]], [[θέλω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />έχω την [[αξίωση]], [[δίνω]] την [[εντολή]], [[απαιτώ]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[ποθώ]] ερωτικά<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[εύχομαι]] να γίνει [[κάτι]]<br /><b>2.</b> μού αρέσει [[κάτι]]<br /><b>3.</b> στερούμαι [[κάτι]]<br /><b>4.</b> [[εποφθαλμιώ]] [[κάτι]]<br /><b>5.</b> (η μτχ. παρακμ. ως επίθ.) <i>πεθυμημένος</i>, -<i>η</i>, -<i>ο</i><br />α) [[επιθυμητός]]<br />β) αυτός που επιθυμεί [[κάτι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> έχω επιθυμίες, ορέξεις<br /><b>2.</b> (το ουδ. της μτχ. ενεστ. ως ουσ.) <i>τὸ | |mltxt=(AM ἐπιθυμῶ, -έω)<br />έχω την [[επιθυμία]], [[ορέγομαι]] να αποκτήσω ή να [[κάνω]] [[κάτι]], [[θέλω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />έχω την [[αξίωση]], [[δίνω]] την [[εντολή]], [[απαιτώ]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[ποθώ]] ερωτικά<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[εύχομαι]] να γίνει [[κάτι]]<br /><b>2.</b> μού αρέσει [[κάτι]]<br /><b>3.</b> στερούμαι [[κάτι]]<br /><b>4.</b> [[εποφθαλμιώ]] [[κάτι]]<br /><b>5.</b> (η μτχ. παρακμ. ως επίθ.) <i>πεθυμημένος</i>, -<i>η</i>, -<i>ο</i><br />α) [[επιθυμητός]]<br />β) αυτός που επιθυμεί [[κάτι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> έχω επιθυμίες, ορέξεις<br /><b>2.</b> (το ουδ. της μτχ. ενεστ. ως ουσ.) <i>τὸ ἐπιθυμοῦν | ||
</i><br />η [[επιθυμία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> -[[θυμώ]] (<span style="color: red;"><</span> [[θυμός]] «[[ψυχή]], [[καρδιά]]»)]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 14:20, 27 March 2021
Greek Monolingual
(AM ἐπιθυμῶ, -έω)
έχω την επιθυμία, ορέγομαι να αποκτήσω ή να κάνω κάτι, θέλω
νεοελλ.
έχω την αξίωση, δίνω την εντολή, απαιτώ
μσν.- νεοελλ.
ποθώ ερωτικά
μσν.
1. εύχομαι να γίνει κάτι
2. μού αρέσει κάτι
3. στερούμαι κάτι
4. εποφθαλμιώ κάτι
5. (η μτχ. παρακμ. ως επίθ.) πεθυμημένος, -η, -ο
α) επιθυμητός
β) αυτός που επιθυμεί κάτι
αρχ.
1. έχω επιθυμίες, ορέξεις
2. (το ουδ. της μτχ. ενεστ. ως ουσ.) τὸ ἐπιθυμοῦν
η επιθυμία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + -θυμώ (< θυμός «ψυχή, καρδιά»)].