τομεῖον: Difference between revisions

From LSJ

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source
m (Text replacement - "εῡσαι" to "εῦσαι")
m (Text replacement - "οῡν" to "οῦν ")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=τὸ, Α [[τομεύς]]<br />[[λαβίδα]], [[τσιμπίδα]] («τομεῑον, τομεὺς καλεῑται σιδηροῡν ἐργαλεῑον δίχηλον, ᾧ οἱ χαλκεῑς πρὸς ἄλλα τέ τινα καὶ πρὸς τὸ ἀναβάλλειν καὶ μοχλεῦσαι ἥλους χρῶνται», Ιπποκρ.).
|mltxt=τὸ, Α [[τομεύς]]<br />[[λαβίδα]], [[τσιμπίδα]] («τομεῑον, τομεὺς καλεῑται σιδηροῦν
ἐργαλεῑον δίχηλον, ᾧ οἱ χαλκεῑς πρὸς ἄλλα τέ τινα καὶ πρὸς τὸ ἀναβάλλειν καὶ μοχλεῦσαι ἥλους χρῶνται», Ιπποκρ.).
}}
}}

Revision as of 14:25, 27 March 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τομεῖον Medium diacritics: τομεῖον Low diacritics: τομείον Capitals: ΤΟΜΕΙΟΝ
Transliteration A: tomeîon Transliteration B: tomeion Transliteration C: tomeion Beta Code: tomei=on

English (LSJ)

τό, = sq. 1.3, Hp. ap. Gal.19.146.

German (Pape)

[Seite 1127] τό, = τομεύς 2, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

τομεῖον: τό, (τομὴ) = τομεὺς Ι. 3, «τομεῖον, τομεὺς καλεῖται σιδηροῦν ἐργαλεῖον δίχηλον, ᾧ οἱ χαλκεῖς πρὸς ἄλλα τέ τινα καὶ πρὸς τὸ ἀναβάλλειν καὶ μοχλεῦσαι ἥλους χρῶνται» Γαλην. Ἱππ. Γλωσσ. Ἐξήγ. σ. 580.

Greek Monolingual

τὸ, Α τομεύς
λαβίδα, τσιμπίδα («τομεῑον, τομεὺς καλεῑται σιδηροῦν

ἐργαλεῑον δίχηλον, ᾧ οἱ χαλκεῑς πρὸς ἄλλα τέ τινα καὶ πρὸς τὸ ἀναβάλλειν καὶ μοχλεῦσαι ἥλους χρῶνται», Ιπποκρ.).