τομεῖον

From LSJ

νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τομεῖον Medium diacritics: τομεῖον Low diacritics: τομείον Capitals: ΤΟΜΕΙΟΝ
Transliteration A: tomeîon Transliteration B: tomeion Transliteration C: tomeion Beta Code: tomei=on

English (LSJ)

τό, = τομεύς I. 3, Hp. ap. Gal. 19.146.

German (Pape)

[Seite 1127] τό, = τομεύς 2, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

τομεῖον: τό, (τομὴ) = τομεὺς Ι. 3, «τομεῖον, τομεὺς καλεῖται σιδηροῦν ἐργαλεῖον δίχηλον, ᾧ οἱ χαλκεῖς πρὸς ἄλλα τέ τινα καὶ πρὸς τὸ ἀναβάλλειν καὶ μοχλεῦσαι ἥλους χρῶνται» Γαλην. Ἱππ. Γλωσσ. Ἐξήγ. σ. 580.

Greek Monolingual

τὸ, Α τομεύς
λαβίδα, τσιμπίδα («τομεῖον, τομεὺς καλεῖται σιδηροῦν ἐργαλεῖον δίχηλον, ᾧ οἱ χαλκεῖς πρὸς ἄλλα τέ τινα καὶ πρὸς τὸ ἀναβάλλειν καὶ μοχλεῦσαι ἥλους χρῶνται», Ιπποκρ.).