παροικοδομώ: Difference between revisions

From LSJ

ἐὰν ᾖ τῳ θανάτου τετιμημένον → if sentence of death has been passed upon one

Source
m (Text replacement - " »" to "»")
mNo edit summary
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-έω, Α<br /><b>1.</b> [[οικοδομώ]], [[κτίζω]] [[κάτι]] [[κοντά]], παράλληλα ή [[απέναντι]] σε [[άλλο]] [[οικοδόμημα]] («οἱ δὲ παρῳκοδομήκασιν ἡμῑν τεῑχος ἁπλοῦν», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> [[φράζω]], [[δημιουργώ]] φραγμό με [[κτίσμα]], με τοίχο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>οἰκοδομῶ</i> «[[ανεγείρω]] [[οικοδομή]]»].
|mltxt=[[παροικοδομέω]], Α<br /><b>1.</b> [[οικοδομώ]], [[κτίζω]] [[κάτι]] [[κοντά]], παράλληλα ή [[απέναντι]] σε [[άλλο]] [[οικοδόμημα]] («οἱ δὲ παρῳκοδομήκασιν ἡμῑν τεῑχος ἁπλοῦν», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> [[φράζω]], [[δημιουργώ]] φραγμό με [[κτίσμα]], με τοίχο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>οἰκοδομῶ</i> «[[ανεγείρω]] [[οικοδομή]]»].
}}
}}

Revision as of 22:50, 27 March 2021

Greek Monolingual

παροικοδομέω, Α
1. οικοδομώ, κτίζω κάτι κοντά, παράλληλα ή απέναντι σε άλλο οικοδόμημα («οἱ δὲ παρῳκοδομήκασιν ἡμῑν τεῑχος ἁπλοῦν», Θουκ.)
2. φράζω, δημιουργώ φραγμό με κτίσμα, με τοίχο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + οἰκοδομῶ «ανεγείρω οικοδομή»].