κενόπρησις: Difference between revisions
From LSJ
Τῆς ἐπιμελείας πάντα δοῦλα γίγνεται → Sunt cuncta ubique famula diligentiae → In der Sorgfalt Sklavendienst tritt alles ein
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "ποιεῑ" to "ποιεῖ") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κενόπρησις]], ἡ (Α)<br />[[ασθένεια]] τών αλόγων που σύμπτωμά της [[είναι]] το [[πρήξιμο]] τών λαγόνων («[[ὅταν]] ὁ [[ἵππος]] ἦ κατακρατούμένος ὑπὸ ξηρᾱς τροφῆς, ἥτις αὐτὸν καταβλάπτει καὶ δύσπνοιαν | |mltxt=[[κενόπρησις]], ἡ (Α)<br />[[ασθένεια]] τών αλόγων που σύμπτωμά της [[είναι]] το [[πρήξιμο]] τών λαγόνων («[[ὅταν]] ὁ [[ἵππος]] ἦ κατακρατούμένος ὑπὸ ξηρᾱς τροφῆς, ἥτις αὐτὸν καταβλάπτει καὶ δύσπνοιαν ποιεῖ καὶ πίμπρησι τὰς λαγόνας», Ιπποκρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κεν</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[πρῆσις]] «[[οἴδημα]], [[φλεγμονή]]» (<span style="color: red;"><</span> [[πίμπρημι]] «[[φυσώ]]»)]. | ||
}} | }} |
Revision as of 06:45, 28 March 2021
English (LSJ)
εως, ἡ, A flatulence, Hippiatr.46.
Greek (Liddell-Scott)
κενόπρησις: -εως, (πίμπρημι) ἡ, πρήξιμον, ἀσθένεια ἵππων, «ὅταν ὁ ἵππος ἦ κατακρατούμενος ὑπὸ ξηρᾶς τροφῆς, ἥτις αὐτὸν καταβλάπτει καὶ δύσπνοιαν ποιεῖ καὶ πίμπρησι τὰς λαγόνας» Ἱππιατρ. 150, 151.
Greek Monolingual
κενόπρησις, ἡ (Α)
ασθένεια τών αλόγων που σύμπτωμά της είναι το πρήξιμο τών λαγόνων («ὅταν ὁ ἵππος ἦ κατακρατούμένος ὑπὸ ξηρᾱς τροφῆς, ἥτις αὐτὸν καταβλάπτει καὶ δύσπνοιαν ποιεῖ καὶ πίμπρησι τὰς λαγόνας», Ιπποκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεν(ο)- + πρῆσις «οἴδημα, φλεγμονή» (< πίμπρημι «φυσώ»)].