υποστατός: Difference between revisions

From LSJ

Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'

Menander, Monostichoi, 455
(44)
 
m (Text replacement - "τοῑς" to "τοῖς")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[ὑποστατός]], -ή, -όν, ΝΑ, και [[ὑπόστατος]], -ον, Α [[ὑφίστημι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που υπάρχει ή που μπορεί να υπάρχει<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που τίθεται ως [[θεμέλιο]], ως [[βάση]]<br /><b>2.</b> [[υποφερτός]] («θεὸς... θνητοῑς [[οὐδαμῶς]] [[ὑποστατός]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> αυτός που υπάρχει πραγματικά.
|mltxt=-ή, -ό / [[ὑποστατός]], -ή, -όν, ΝΑ, και [[ὑπόστατος]], -ον, Α [[ὑφίστημι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που υπάρχει ή που μπορεί να υπάρχει<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που τίθεται ως [[θεμέλιο]], ως [[βάση]]<br /><b>2.</b> [[υποφερτός]] («θεὸς... θνητοῖς [[οὐδαμῶς]] [[ὑποστατός]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> αυτός που υπάρχει πραγματικά.
}}
}}

Latest revision as of 12:30, 28 March 2021

Greek Monolingual

-ή, -ό / ὑποστατός, -ή, -όν, ΝΑ, και ὑπόστατος, -ον, Α ὑφίστημι
νεοελλ.
αυτός που υπάρχει ή που μπορεί να υπάρχει
αρχ.
1. αυτός που τίθεται ως θεμέλιο, ως βάση
2. υποφερτός («θεὸς... θνητοῖς οὐδαμῶς ὑποστατός», Ευρ.)
3. αυτός που υπάρχει πραγματικά.