σιταρχία: Difference between revisions
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "τοῑς" to "τοῖς") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[σιταρκία]], ἡ, ΜΑ [[σιταρχῶ]]<br />η [[τροφοδοσία]], η [[παροχή]] τροφής<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[αξίωμα]] του σιτάρχου («διὰ τῶν ἐπιτραπέντων τὰς σιταρχίας», Φιλ.)<br /><b>2.</b> ο [[μισθός]] τών στρατιωτών σε [[χρήμα]] («ἕως ἂν ἑτοιμασθῇ μὲν κατὰ τὰς σιταρχίας | |mltxt=και [[σιταρκία]], ἡ, ΜΑ [[σιταρχῶ]]<br />η [[τροφοδοσία]], η [[παροχή]] τροφής<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[αξίωμα]] του σιτάρχου («διὰ τῶν ἐπιτραπέντων τὰς σιταρχίας», Φιλ.)<br /><b>2.</b> ο [[μισθός]] τών στρατιωτών σε [[χρήμα]] («ἕως ἂν ἑτοιμασθῇ μὲν κατὰ τὰς σιταρχίας αὐτοῖς», <b>Πολ.</b>)<br /><b>3.</b> η [[πληρωμή]] σε [[είδος]], τα παρεχόμενα τρόφιμα («δεηθεὶς τῆς ἀναγκαίας τροφῆς [[ἤτοι]] σιταρχίας», πάπ.). | ||
}} | }} |
Revision as of 12:30, 28 March 2021
English (LSJ)
ἡ, A commissariat, victualling department, IG5(2).266.36 (Mantinea, i B.C.), Ph.2.64, etc. II a soldier's pay in money, Arist.Oec.1350a36 (v.l. -αρκία), 1351b16, 1353b2, IG92(1).3 A38 (Thermum, iii B.C.); opp. σιτομετρία (pay in kind), PHal.1.159 (iii B.C.), cf. PAmh.2.29.22 (iii B.C.), PTeb.729.2 (ii B.C.), UPZ16.7 (ii B.C.). 2 pay in kind, provisions, Ph.Bel.101.51 (pl.); τὰ σύμβολα τῶν σ., ἐξαρτίσας αὐτὸν ταῖς σ., BGU1755.5,10, cf. 1749.15 (both i B.C.), etc. 3 generally, provision, maintenance, ib.948.14 (iv/v A.D.); ἡ ἀναγκαία τροφὴ ἤτοι σ. PLond.5.1708.118 (vi A.D.).
German (Pape)
[Seite 884] ἡ, das Proviantamt, das eine Stadt, ein Heer mit Proviant versieht; πρὸς τὰς σιταρχίας εἰς τὴν πόλιν παρεισιόντων, Pol. 5, 75, 1; ἕως ἂν ἑτοιμασθῇ τὰ κατὰ τὰς σι ταρχίας αὐτοῖς, 1, 66, 6, wo es auch = σιταρκία, Proviant, erklärt wird.
Greek (Liddell-Scott)
σῑταρχία: ἡ, τὸ ἀξίωμα τοῦ ἀναλαμβάνοντος τὴν παροχὴν τροφῶν εἰς πόλιν ἢ στράτευμα, τοῦ τροφοδότου, ἡ περὶ τῶν τροφῶν ἐπιμελητεία, Φίλων 2. 64, Φώτ., Ἡσύχ., κλπ. ΙΙ. αἱ παρεχόμεναι τροφαί, τὰ ἐπιτήδεια, ἴδε σιταρκία.
Greek Monolingual
και σιταρκία, ἡ, ΜΑ σιταρχῶ
η τροφοδοσία, η παροχή τροφής
αρχ.
1. το αξίωμα του σιτάρχου («διὰ τῶν ἐπιτραπέντων τὰς σιταρχίας», Φιλ.)
2. ο μισθός τών στρατιωτών σε χρήμα («ἕως ἂν ἑτοιμασθῇ μὲν κατὰ τὰς σιταρχίας αὐτοῖς», Πολ.)
3. η πληρωμή σε είδος, τα παρεχόμενα τρόφιμα («δεηθεὶς τῆς ἀναγκαίας τροφῆς ἤτοι σιταρχίας», πάπ.).