σιτομετρία
Σκηνὴ πᾶς ὁ βίος καὶ παίγνιον: ἢ μάθε παίζειν, τὴν σπουδὴν μεταθείς, ἢ φέρε τὰς ὀδύνας → All life is a stage and a play: either learn to play laying your gravity aside, or bear with life's pains.
English (LSJ)
ἡ, measured allowance of corn, rations, PCair.Zen. 292.63 (ii B.C.), Plb.1.68.9, Mélanges Glotz 904 (Iasos, ii B.C.), D.S. 2.41, Plu.Cat.Ma.8, OGI533.29 (Ancyra), Polyaen.4.12.1: so σῑτομέτρ-ιον, τό, Ev.Luc.12.42; ἔπαρχος -μετρίου δήμου Ῥωμαίων, = Lat. praefectus annonae, IGRom.3.667 (Patara); σῑτομέτρ-μετρον, τό, Plu.2.313b.
German (Pape)
[Seite 885] ἡ, das Amt, Geschäft des σιτομέτρης, das Zumessen und Verteilen des Getreides, Plut. Cat. mai. 8; auch das Zugemessene selbst, Proviant, wie das Folgde, D. Sic. 2, 41. 13, 88.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
charge d'inspecteur des mesures pour le blé.
Étymologie: σιτομέτρης.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σιτομετρία -ας, ἡ [σιτομέτρης] afgepaste maat graan, graanrantsoen.
Russian (Dvoretsky)
σῑτομετρία: ἡ
1 должность ситометра Plut.;
2 распределение продовольствия, тж. продовольственные пайки Diod.
Greek Monolingual
ἡ, Α σιτομέτρης
η μέτρηση και κατανομή σιταριού, ψωμιού και άλλων τροφίμων.
Greek Monotonic
σῑτομετρία: ἡ, το αξίωμα του σιτομέτρη (σιτομέτρης), σε Πλούτ.
Greek (Liddell-Scott)
σῑτομετρία: ἡ, τὸ ἀξίωμα τοῦ σιτομέτρου, Πλουτ. Κάτων Πρεσβύτ. 8. ΙΙ. μεμετρημένη παροχὴ σίτου, μερίδες σίτου, Διόδ. 2. 41, Συλλ. Ἐπιγρ. 4039. 29· οὕτω σῑτομέτριον, Εὐαγγ. κ. Λουκ. ιβ΄, 42· - μετρον, τό, Πλούτ. 2. 313Β.
Middle Liddell
σῑτομετρία, ἡ, [from σῑτομέτρης]
the office of σιτομέτρης, Plut.