ἐπιξένωσις: Difference between revisions

From LSJ

ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "τοῑς" to "τοῖς")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπιξένωσις]], ἡ (Α) [[επιξενούμαι]]<br />[[επίσκεψη]] ξένου τόπου και [[επικοινωνία]], [[σχέση]] με τους [[εκεί]] κατοίκους («πολλῶν ἐν αὐτοῑς γνωριζομένων διὰ τὰς γεγενημένας ἐπιξενώσεις», <b>Διόδ.</b> Σικ.).
|mltxt=[[ἐπιξένωσις]], ἡ (Α) [[επιξενούμαι]]<br />[[επίσκεψη]] ξένου τόπου και [[επικοινωνία]], [[σχέση]] με τους [[εκεί]] κατοίκους («πολλῶν ἐν αὐτοῖς γνωριζομένων διὰ τὰς γεγενημένας ἐπιξενώσεις», <b>Διόδ.</b> Σικ.).
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἐπιξένωσις:''' εως ἡ пребывание за границей Diod.
|elrutext='''ἐπιξένωσις:''' εως ἡ пребывание за границей Diod.
}}
}}

Revision as of 12:30, 28 March 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιξένωσις Medium diacritics: ἐπιξένωσις Low diacritics: επιξένωσις Capitals: ΕΠΙΞΕΝΩΣΙΣ
Transliteration A: epixénōsis Transliteration B: epixenōsis Transliteration C: epiksenosis Beta Code: e)pice/nwsis

English (LSJ)

εως, ἡ, A hospitable relations, pl., D.S.31.13, SIG888.140 (iii A.D.).

German (Pape)

[Seite 967] ἡ, Ankunft eines Gastfreundes, Philostr. iun. im. 13; Besuch an einem fremden Ort, Bekanntschaft daselbst, D. Sic. exc. 31.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιξένωσις: -εως, ἡ, τὸ διατρίβειν ἐν τῇ ξένῃ καὶ συσχετίζεσθαι μετὰ τῶν ἐκεῖ οἰκούντων, Διοδ. Ἐκλογ. 582.

Greek Monolingual

ἐπιξένωσις, ἡ (Α) επιξενούμαι
επίσκεψη ξένου τόπου και επικοινωνία, σχέση με τους εκεί κατοίκους («πολλῶν ἐν αὐτοῖς γνωριζομένων διὰ τὰς γεγενημένας ἐπιξενώσεις», Διόδ. Σικ.).

Russian (Dvoretsky)

ἐπιξένωσις: εως ἡ пребывание за границей Diod.