πετραίος: Difference between revisions
Γυνὴ γὰρ οἴκῳ πῆμα καὶ σωτηρία → Mulier familiae pestis est, mulier salus → Bane and salvation to a house is woman → Die Frau ist nämlich Leid und Rettung für das Haus
m (Text replacement - "αῑος" to "αῖος") |
m (Text replacement - "αῑον" to "αῖον") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-αία, -ον, θηλ. και -αίη, Α [[πέτρα]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει στην [[πέτρα]], στον βράχο (α. «σκιὴ [[πετραία]]», <b>Ησίοδ.</b><br />β. «ἠχὼ [[πετραία]]», Κωμ. Αδ.)<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που ζει στις πέτρες, στους βράχους (α. «Σκύλλην πετραίην», <b>Ομ. Οδ.</b> β. «[[ὄρνις]] πετραῖος», <b>Αισχύλ.</b> γ. «Νύμφαι πετραῑαι», <b>Ευρ.</b><br />δ. «[[συκῆ]] πετραίη», <b>Αρχίλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[πέτρινος]] (α. «[[τάφος]] πετραῖος», <b>Σοφ.</b><br />β. «πετραίαν στέγην», <b>Ευρ.</b><br />γ. «πετραῑα ἄντρα», Απολλ. Ρόδ.)<br /><b>3.</b> (για τόπους) [[βραχώδης]], [[πετρώδης]] («[[πετραία]] Σκύρος», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>4.</b> (<b>το αρσ. ως κύριο όν.</b>) <i>ὁ Πετραῖος</i><br />[[προσωνυμία]] του Ποσειδώνος στη [[Θεσσαλία]]<br /><b>5.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> ἡ [[πετραία]]<br />η [[κάππαρη]]<br /><b>6.</b> <b>το ουδ. εν. ως ουσ.</b> <i>τὸ | |mltxt=-αία, -ον, θηλ. και -αίη, Α [[πέτρα]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει στην [[πέτρα]], στον βράχο (α. «σκιὴ [[πετραία]]», <b>Ησίοδ.</b><br />β. «ἠχὼ [[πετραία]]», Κωμ. Αδ.)<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που ζει στις πέτρες, στους βράχους (α. «Σκύλλην πετραίην», <b>Ομ. Οδ.</b> β. «[[ὄρνις]] πετραῖος», <b>Αισχύλ.</b> γ. «Νύμφαι πετραῑαι», <b>Ευρ.</b><br />δ. «[[συκῆ]] πετραίη», <b>Αρχίλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[πέτρινος]] (α. «[[τάφος]] πετραῖος», <b>Σοφ.</b><br />β. «πετραίαν στέγην», <b>Ευρ.</b><br />γ. «πετραῑα ἄντρα», Απολλ. Ρόδ.)<br /><b>3.</b> (για τόπους) [[βραχώδης]], [[πετρώδης]] («[[πετραία]] Σκύρος», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>4.</b> (<b>το αρσ. ως κύριο όν.</b>) <i>ὁ Πετραῖος</i><br />[[προσωνυμία]] του Ποσειδώνος στη [[Θεσσαλία]]<br /><b>5.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> ἡ [[πετραία]]<br />η [[κάππαρη]]<br /><b>6.</b> <b>το ουδ. εν. ως ουσ.</b> <i>τὸ πετραῖον</i><br />α) το [[φυτό]] [[ασπάραγος]]<br />β) το [[φυτό]] [[πετροσέλινο]]<br /><b>7.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ πετραῑα</i><br />τα πετρόψαρα. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:20, 28 March 2021
Greek Monolingual
-αία, -ον, θηλ. και -αίη, Α πέτρα
1. αυτός που ανήκει στην πέτρα, στον βράχο (α. «σκιὴ πετραία», Ησίοδ.
β. «ἠχὼ πετραία», Κωμ. Αδ.)
2. εκείνος που ζει στις πέτρες, στους βράχους (α. «Σκύλλην πετραίην», Ομ. Οδ. β. «ὄρνις πετραῖος», Αισχύλ. γ. «Νύμφαι πετραῑαι», Ευρ.
δ. «συκῆ πετραίη», Αρχίλ.)
2. πέτρινος (α. «τάφος πετραῖος», Σοφ.
β. «πετραίαν στέγην», Ευρ.
γ. «πετραῑα ἄντρα», Απολλ. Ρόδ.)
3. (για τόπους) βραχώδης, πετρώδης («πετραία Σκύρος», Σοφ.)
4. (το αρσ. ως κύριο όν.) ὁ Πετραῖος
προσωνυμία του Ποσειδώνος στη Θεσσαλία
5. το θηλ. ως ουσ. ἡ πετραία
η κάππαρη
6. το ουδ. εν. ως ουσ. τὸ πετραῖον
α) το φυτό ασπάραγος
β) το φυτό πετροσέλινο
7. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ πετραῑα
τα πετρόψαρα.