σκευοφύλαξ: Difference between revisions
From LSJ
καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)
m (LSJ2 replacement) |
m (Text replacement - "Πολυδ" to "Πολυδ") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σκευοφύλαξ''': [ῠ], -ᾰκος, ὁ, ὁ φυλάτττων τὰ σκεύη, | |lstext='''σκευοφύλαξ''': [ῠ], -ᾰκος, ὁ, ὁ φυλάτττων τὰ σκεύη, Πολυδ. Ι΄, 16, Ἑβδ. (Α΄ Βασιλ. ΙΖ΄, 22). II. παρὰ τοῖς Ἐκκλ., [[ὑπάλληλος]] φροντίζων περὶ τῆς φυλακῆς τῶν ἱερῶν σκευῶν· - [[ὅθεν]], ὁ τῆς ... σοφίας σκ. Συλλ. Ἐπιγρ. 8694. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Revision as of 18:58, 28 March 2021
English (LSJ)
-ακος, ὁ, storekeeper, PPetr. 2 p. 39 (iii BC, written σκεο-), Poll. 10.16.
German (Pape)
[Seite 894] ακος, ὁ, Wächter, Aufseher der Geräthschaften, des Gepäckes, LXX. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
σκευοφύλαξ: [ῠ], -ᾰκος, ὁ, ὁ φυλάτττων τὰ σκεύη, Πολυδ. Ι΄, 16, Ἑβδ. (Α΄ Βασιλ. ΙΖ΄, 22). II. παρὰ τοῖς Ἐκκλ., ὑπάλληλος φροντίζων περὶ τῆς φυλακῆς τῶν ἱερῶν σκευῶν· - ὅθεν, ὁ τῆς ... σοφίας σκ. Συλλ. Ἐπιγρ. 8694.
French (Bailly abrégé)
ακος (ὁ) :
gardien des meubles, des ustensiles, des bagages.
Étymologie: σκεῦος, φύλαξ.
Greek Monolingual
-ακος, ὁ, ΜΑ
βλ. σκευοφύλακας.
Greek Monotonic
σκευοφύλαξ: [ῠ], -ᾰκος, ὁ, φύλακας των αποσκευών, επιστάτης σκευοφυλακίου.
Middle Liddell
σκεῠο-φύλαξ, ακος,
a storekeeper.