περισπωμένη: Difference between revisions
From LSJ
(32) |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η, Ν<br /><b>γραμμ.</b> ένα από τα [[τρία]] [[σημεία]] του παραδοσιακού τονισμού τών λέξεων, που [[πριν]] από την [[καθιέρωση]] του μονοτονικού συστήματος έμπαινε μόνο στη [[λήγουσα]] και στην παραλήγουσα και [[ποτέ]] στην [[προπαραλήγουσα]], σε [[αντιδιαστολή]] με τα δύο άλλα [[σημεία]] τονισμού, την [[οξεία]] και την [[βαρεία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ουσιαστικοποιημένος τ. του θηλ. της μτχ. | |mltxt=η, Ν<br /><b>γραμμ.</b> ένα από τα [[τρία]] [[σημεία]] του παραδοσιακού τονισμού τών λέξεων, που [[πριν]] από την [[καθιέρωση]] του μονοτονικού συστήματος έμπαινε μόνο στη [[λήγουσα]] και στην παραλήγουσα και [[ποτέ]] στην [[προπαραλήγουσα]], σε [[αντιδιαστολή]] με τα δύο άλλα [[σημεία]] τονισμού, την [[οξεία]] και την [[βαρεία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ουσιαστικοποιημένος τ. του θηλ. της μτχ. [[περισπώμενος]] του ρ. [[περισπώμαι]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 16:50, 30 March 2021
Greek Monolingual
η, Ν
γραμμ. ένα από τα τρία σημεία του παραδοσιακού τονισμού τών λέξεων, που πριν από την καθιέρωση του μονοτονικού συστήματος έμπαινε μόνο στη λήγουσα και στην παραλήγουσα και ποτέ στην προπαραλήγουσα, σε αντιδιαστολή με τα δύο άλλα σημεία τονισμού, την οξεία και την βαρεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του θηλ. της μτχ. περισπώμενος του ρ. περισπώμαι].