ἐκφραστικός: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)

Source
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ekfrastikos
|Transliteration C=ekfrastikos
|Beta Code=e)kfrastiko/s
|Beta Code=e)kfrastiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[descriptive]]: τὸ [[ἐκφραστικόν]] = the [[faculty]] of [[describing]], <span class="bibl">D.L. 5.65</span>.</span>
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[descriptive]]: τὸ [[ἐκφραστικόν]] = the [[faculty]] of [[describing]], <span class="bibl">D.L. 5.65</span>; [[ἐκφραστικῶς]] = [[descriptively]].</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 12:44, 5 April 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκφραστικός Medium diacritics: ἐκφραστικός Low diacritics: εκφραστικός Capitals: ΕΚΦΡΑΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: ekphrastikós Transliteration B: ekphrastikos Transliteration C: ekfrastikos Beta Code: e)kfrastiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A descriptive: τὸ ἐκφραστικόν = the faculty of describing, D.L. 5.65; ἐκφραστικῶς = descriptively.

German (Pape)

[Seite 786] ή, όν, zum Erklären, Beschreiben gehörig, geschickt, D. L. 5, 65.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκφραστικός: -ή, -όν, περιγραφικός˙ τὸ ἐκφρ., ἡ δύναμις τοῦ ἐκφράζειν, περιγράφειν, Διογ. Λ. 5. 65.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
1 descriptivoδιήγησις ἔχουσά τι καὶ ἐκφραστικῆς διασκευῆς Eust.1432.61, cf. 659.33, 1154.3, 6
neutr. subst. τὸ ἐ. capacidad de describir D.L.5.65.
2 adv. ἐκφραστικῶς = descriptivamente λέγει ἐ. ὁ ποιητής ... Eust.600.32, cf. 1048.14, ἐ. κωμῳδεῖν Tz.Comm.Ar.2.419.24.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἐκφραστικός, -ή, -όν)
ο αναφερόμενος στην έκφραση, ο ικανός να εκφράζεται ζωηρά, περιγραφικός, αυτός που καθρεφτίζει τον εσωτερικό, ψυχικό κόσμο («εκφραστικό πρόσωπο, βλέμμα, κίνηση, κ.λπ.»)
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐκφραστικόν
η δύναμη της εκφράσεως, η εκφραστικότητα, η έκφραση.