ἴσθμιος: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "of or [[belonging to the " to "of or belonging to the [[")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=isthmios
|Transliteration C=isthmios
|Beta Code=i)/sqmios
|Beta Code=i)/sqmios
|Definition=α, ον, also ος, ον <span class="bibl">E.<span class="title">Tr.</span>1098</span> (lyr.):—<span class="sense"><span class="bld">A</span> [[of]] or [[belonging to the Isthmus]], [[Isthmian]], Ποτειδᾶν <span class="bibl">Pi.<span class="title">O.</span>13.4</span>; χθών <span class="bibl">S.<span class="title">OT</span>940</span>.</span>
|Definition=α, ον, also ος, ον <span class="bibl">E.<span class="title">Tr.</span>1098</span> (lyr.):—<span class="sense"><span class="bld">A</span> of or belonging to the [[Isthmus]], [[Isthmian]], Ποτειδᾶν <span class="bibl">Pi.<span class="title">O.</span>13.4</span>; χθών <span class="bibl">S.<span class="title">OT</span>940</span>.</span>
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 14:20, 5 April 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἴσθμιος Medium diacritics: ἴσθμιος Low diacritics: ίσθμιος Capitals: ΙΣΘΜΙΟΣ
Transliteration A: ísthmios Transliteration B: isthmios Transliteration C: isthmios Beta Code: i)/sqmios

English (LSJ)

α, ον, also ος, ον E.Tr.1098 (lyr.):—A of or belonging to the Isthmus, Isthmian, Ποτειδᾶν Pi.O.13.4; χθών S.OT940.

Greek (Liddell-Scott)

ἴσθμιος: -α, -ον, Εὐρ. Τρῳ. 1098· ― ἐκ τοῦ Ἰσθμοῦ ἢ εἰς αὐτὸν ἀνήκων, Ἰσθμικός, Πινδ. Ο. 13. 4, Σοφ. Ο. Τ. 940, κτλ.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
de l’isthme (de Corinthe), isthmique ; τὰ Ἴσθμια (ἱερά) les jeux isthmiques.
Étymologie: ἰσθμός.

Greek Monolingual

-α, -ο (Α ἴσθμιος, -ία, -ιον, θηλ. και ίσθμιος ισθμός
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Ισθμό της Κορίνθου, ισθμικός
αρχ.
1. (το ουδ. πληθ. ως κύριον όν.) τὰ Ἴσθμια (ενν. ἰερά)
αγώνες που τελούνταν κάθε δύο έτη στον Ισθμό της Κορίνθου
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἴσθμια
τα μέρη που βρίσκονται στον λαιμό ή στον τράχηλο
3. το ουδ. ως ουσ. το ἴσθμιον
α) καθετί που ανήκει στον λαιμό ή στον τράχηλο, το περιδέραιο β) ο λαιμός του αμφορέα
γ) στόμιο πηγαδιού
δ) μέρος του μαχαιριού, πιθ. η λαβή
δ) κατά τον Ησύχ. στενή λωρίδα ξηράς μεταξύ δύο θαλασσών, ισθμός
ε) είδος φιάλης τών Κυπρίων με στενό λαιμό και ευρεία βάση.

Greek Monotonic

ἴσθμιος: -α, -ον ή -ος, -ον, Ισθμικός, αυτός που προέρχεται ή ανήκει στον Ισθμό, σε Σοφ.

Middle Liddell

ἴσθμιος, η, ον
Isthmian, Soph.