κεκοσμημένως: Difference between revisions

From LSJ

Μισῶ πένητα πλουσίῳ δωρούμενον → Res pauper est odiosa, donans diviti → Ich hasse einen Armen, der demReichen gibt

Menander, Monostichoi, 360
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κεκοσμημένως''': Ἐπίρρ. ([[κοσμέω]]) [[μετὰ]] κόσμου, τάξεως, κεκ. καὶ σωφρόνως Αἰλ. π. Ζ. 2. 11.
|lstext='''κεκοσμημένως''': Ἐπίρρ. ([[κοσμέω]]) μετὰ κόσμου, τάξεως, κεκ. καὶ σωφρόνως Αἰλ. π. Ζ. 2. 11.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 11:40, 20 April 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κεκοσμημένως Medium diacritics: κεκοσμημένως Low diacritics: κεκοσμημένως Capitals: ΚΕΚΟΣΜΗΜΕΝΩΣ
Transliteration A: kekosmēménōs Transliteration B: kekosmēmenōs Transliteration C: kekosmimenos Beta Code: kekosmhme/nws

English (LSJ)

Adv., (κοσμέω) A modestly, Ael.NA2.11, Philostr. VA7.42, Jul.Mis.344d.

Greek (Liddell-Scott)

κεκοσμημένως: Ἐπίρρ. (κοσμέω) μετὰ κόσμου, τάξεως, κεκ. καὶ σωφρόνως Αἰλ. π. Ζ. 2. 11.

French (Bailly abrégé)

adv.
avec mesure.
Étymologie: κεκοσμημένος, pf. Pass. de κοσμέω.

Greek Monolingual

κεκοσμημένως (Α)
επίρρ. κόσμια, με τάξη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεκοσμημένος, μτχ. παθ. παρακμ. του κοσμῶ «τακτοποιώ, κανονίζω»].