κεραύνιον: Difference between revisions

From LSJ

ὅσῳ διαφέρει σῦκα καρδάμων → as different as chalk from cheese, different as chalk from cheese, apples and oranges, like apples and oranges, by as much as cardamom is different from figs

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κεραύνιον''': τό, [[εἶδος]] ὕδνου περὶ οὗ ἐλέγετο ὅτι ἐφύετο [[μετὰ]] τὴν κατάσκηψιν κεραυνοῦ, Γαλην. 13. 969Α. ΙΙ. κριτικόν τι [[σημεῖον]] πρὸς δήλωσιν ἐφθαρμένων χωρίων, Διογ. Λ. 3. 66, Ἰσιδ. Ἐτυμολ. 1. 20.
|lstext='''κεραύνιον''': τό, [[εἶδος]] ὕδνου περὶ οὗ ἐλέγετο ὅτι ἐφύετο μετὰ τὴν κατάσκηψιν κεραυνοῦ, Γαλην. 13. 969Α. ΙΙ. κριτικόν τι [[σημεῖον]] πρὸς δήλωσιν ἐφθαρμένων χωρίων, Διογ. Λ. 3. 66, Ἰσιδ. Ἐτυμολ. 1. 20.
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 11:45, 20 April 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κεραύνιον Medium diacritics: κεραύνιον Low diacritics: κεραύνιον Capitals: ΚΕΡΑΥΝΙΟΝ
Transliteration A: keraúnion Transliteration B: keraunion Transliteration C: keraynion Beta Code: kerau/nion

English (LSJ)

τό, A truffle, Tuber aestivum, Thphr.HP1.6.5, Gal.19.731. II critical mark to indicate corrupt passages, Isid.Etym.1.21.21, Sch.Il.ip.xliii Dind.; but πρὸς τὴν ἀγωγὴν τῆς φιλοσοφίας D.L.3.66. III = κεραυνία λίθος, PHolm.5.40, Isid.Etym.16.13.5, etc.

German (Pape)

[Seite 1422] τό, eigtl. dim. von κεραυνός. – Eine Art Trüffel, ὕδνον, die nach dem Gewitter wachsen soll, Galen. – Bei D. L. 3, 66 kritisches Zeichen zur Bezeichnung verdorbener Stellen.

Greek (Liddell-Scott)

κεραύνιον: τό, εἶδος ὕδνου περὶ οὗ ἐλέγετο ὅτι ἐφύετο μετὰ τὴν κατάσκηψιν κεραυνοῦ, Γαλην. 13. 969Α. ΙΙ. κριτικόν τι σημεῖον πρὸς δήλωσιν ἐφθαρμένων χωρίων, Διογ. Λ. 3. 66, Ἰσιδ. Ἐτυμολ. 1. 20.

Greek Monolingual

κεραύνιον, τὸ (Α)
βλ. κεραύνιος.

Russian (Dvoretsky)

κεραύνιον: τό керавний, «галочка» (условный значок для обозначения испорченных мест в рукописи) Diog. L.