μελιτίτης: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μελῐτίτης''': [[οἶνος]] [ῑ], ὁ, [[οἶνος]] παρεσκευασμένος [[μετὰ]] μέλιτος, Λατ. vinum mulsum, Διοσκ. 5. 15. ΙΙ. μ. [[λίθος]], [[εἶδος]] πολυτίμου λίθου, [[αὐτόθι]] 151, Πλίν. 36. 33.
|lstext='''μελῐτίτης''': [[οἶνος]] [ῑ], ὁ, [[οἶνος]] παρεσκευασμένος μετὰ μέλιτος, Λατ. vinum mulsum, Διοσκ. 5. 15. ΙΙ. μ. [[λίθος]], [[εἶδος]] πολυτίμου λίθου, [[αὐτόθι]] 151, Πλίν. 36. 33.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 11:50, 20 April 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελιτίτης Medium diacritics: μελιτίτης Low diacritics: μελιτίτης Capitals: ΜΕΛΙΤΙΤΗΣ
Transliteration A: melitítēs Transliteration B: melititēs Transliteration C: melititis Beta Code: meliti/ths

English (LSJ)

[τῑ] οἶνος, ὁ, A wine prepared with honey, Dsc.5.7. II μ. λίθος honey-stone, ib.133, Gal.12.195, Plin.HN36.140 (v.l.).

Greek (Liddell-Scott)

μελῐτίτης: οἶνος [ῑ], ὁ, οἶνος παρεσκευασμένος μετὰ μέλιτος, Λατ. vinum mulsum, Διοσκ. 5. 15. ΙΙ. μ. λίθος, εἶδος πολυτίμου λίθου, αὐτόθι 151, Πλίν. 36. 33.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
1 μελιτίτης οἶνος, vin miellé;
2 μελιτίτης λίθος, topaze, pierre précieuse jaune miel.
Étymologie: μέλι.

Greek Monolingual

μελιτίτης, ὁ (Α)
1. (για κρασί) αυτός που έχει παρασκευαστεί από μέλι
2. είδος πολύτιμου λίθου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι, -ιτος + κατάλ. -ίτης (πρβλ. μαργαρ-ίτης)].