συκοπέδιλος: Difference between revisions

From LSJ

Φρόνημα λιπαρὸν οὐδαμῶς ἀναλίσκεται → Constans animi nulla umquam est consumptio → Ein strahlend heller Geist zehrt keineswegs sich auf

Menander, Monostichoi, 536
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''σῡκοπέδῑλος''': ὁ, ὁ ἔχων σύκινα πέδιλα, [[παρῳδία]] τοῦ Ὁμηρικοῦ [[χρυσοπέδιλος]], [[μετὰ]] παιδιᾶς ἐπὶ τῆς λέξεως [[συκοφάντης]], Κρατῖνος ἐν «Εὐνείδαις» 2.
|lstext='''σῡκοπέδῑλος''': ὁ, ὁ ἔχων σύκινα πέδιλα, [[παρῳδία]] τοῦ Ὁμηρικοῦ [[χρυσοπέδιλος]], μετὰ παιδιᾶς ἐπὶ τῆς λέξεως [[συκοφάντης]], Κρατῖνος ἐν «Εὐνείδαις» 2.
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 12:17, 20 April 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῡκοπέδῑλος Medium diacritics: συκοπέδιλος Low diacritics: συκοπέδιλος Capitals: ΣΥΚΟΠΕΔΙΛΟΣ
Transliteration A: sykopédilos Transliteration B: sykopedilos Transliteration C: sykopedilos Beta Code: sukope/dilos

English (LSJ)

ὁ, A fig-sandaled, a parody on Homer's χρυσοπέδιλος, with a play on συκοφάντης, Cratin.69.

German (Pape)

[Seite 973] ὁ, nach dem homerischen χρυσοπέδιλος gebildet, eigtl. der in Sykophantenfohlen geht, = συκοφάντης, Ar. Equ. 527.

Greek (Liddell-Scott)

σῡκοπέδῑλος: ὁ, ὁ ἔχων σύκινα πέδιλα, παρῳδία τοῦ Ὁμηρικοῦ χρυσοπέδιλος, μετὰ παιδιᾶς ἐπὶ τῆς λέξεως συκοφάντης, Κρατῖνος ἐν «Εὐνείδαις» 2.

Greek Monolingual

ὁ, Α
(ως παρωδία της ομηρικής λ. χρυσοπέδιλος με λογοπαίγνιο προς τη λ. συκοφάντης) αυτός που φορά σύκινα πέδιλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῦκον + -πέδιλος (< πέδιλον), πρβλ. πτηνο-πέδιλος].

Russian (Dvoretsky)

σῡκοπέδῑλος: шутл. (по созвучию с χρυσοπέδιλος) с фигами у пят, т. е. занимающийся доносами Arph.