ψωροφθαλμία: Difference between revisions

From LSJ

Μὴ σπεῦδ', ἃ μὴ δεῖ, μηδ', ἃ δεῖ, σπεύδειν μένε → Ne agas celeria tarde, aut tarda celeriter → Unnötiges tu nicht, was nötig ist, tu gleich

Menander, Monostichoi, 344
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ψωροφθαλμία''': ἡ, νόσημά τι τῶν ὀφθαλμῶν, ὑπερβάλλουσα [[ξηρότης]] αὐτῶν [[μετὰ]] κνησμοῦ, Γαλην. 14. σ. 766 ἐν τῷ πληθ. Διοσκ. 1. 82. - [[ἐντεῦθεν]] -οφθαλμιάω, Γαλην. τ. 10. σ. 586.
|lstext='''ψωροφθαλμία''': ἡ, νόσημά τι τῶν ὀφθαλμῶν, ὑπερβάλλουσα [[ξηρότης]] αὐτῶν μετὰ κνησμοῦ, Γαλην. 14. σ. 766 ἐν τῷ πληθ. Διοσκ. 1. 82. - [[ἐντεῦθεν]] -οφθαλμιάω, Γαλην. τ. 10. σ. 586.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η, ΝΑ [[ψωρόφθαλμος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ιατρ.</b> [[ελκώδης]] [[βλεφαρίτιδα]]<br /><b>αρχ.</b><br />οφθαλμική [[νόσος]] που χαρακτηρίζεται από [[ξηρότητα]] τών οφθαλμών με κνησμό.
|mltxt=η, ΝΑ [[ψωρόφθαλμος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ιατρ.</b> [[ελκώδης]] [[βλεφαρίτιδα]]<br /><b>αρχ.</b><br />οφθαλμική [[νόσος]] που χαρακτηρίζεται από [[ξηρότητα]] τών οφθαλμών με κνησμό.
}}
}}

Revision as of 12:35, 20 April 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψωροφθαλμία Medium diacritics: ψωροφθαλμία Low diacritics: ψωροφθαλμία Capitals: ΨΩΡΟΦΘΑΛΜΙΑ
Transliteration A: psōrophthalmía Transliteration B: psōrophthalmia Transliteration C: psorofthalmia Beta Code: ywrofqalmi/a

English (LSJ)

ἡ, A a disease of the eyes, excessive dryness attended with itching, PMed.Strassb.p.6, Gal.14.766: pl., Dsc.1.68.5:— hence ψωρ-οφθαλμιάω, Gal.12.799; and ψωρ-όφθαλμος, ον, a sufferer from blepharitis, Id.12.798.

German (Pape)

[Seite 1406] ἡ, Augenkrätze, eine mit Jucken und Rauhigkeit der Oberfläche verbundene krankhafte Trockenheit der Augen, Medic.

Greek (Liddell-Scott)

ψωροφθαλμία: ἡ, νόσημά τι τῶν ὀφθαλμῶν, ὑπερβάλλουσα ξηρότης αὐτῶν μετὰ κνησμοῦ, Γαλην. 14. σ. 766 ἐν τῷ πληθ. Διοσκ. 1. 82. - ἐντεῦθεν -οφθαλμιάω, Γαλην. τ. 10. σ. 586.

Greek Monolingual

η, ΝΑ ψωρόφθαλμος
νεοελλ.
ιατρ. ελκώδης βλεφαρίτιδα
αρχ.
οφθαλμική νόσος που χαρακτηρίζεται από ξηρότητα τών οφθαλμών με κνησμό.