χλεύασμα: Difference between revisions

From LSJ

ἐν γενείου ξυλλογῇ τριχώματος → in the first harvest of a beard, in early manhood

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''χλεύασμα''': τό, ἐμπαιγμός, [[περίγελως]], ἡ [[μετὰ]] καταγέλωτος γινομένη [[ὕβρις]] (Σουΐδ.), Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ξ. 459, Ἑβδ. (Ἰὼβ ΙΒ΄, 4).
|lstext='''χλεύασμα''': τό, ἐμπαιγμός, [[περίγελως]], ἡ μετὰ καταγέλωτος γινομένη [[ὕβρις]] (Σουΐδ.), Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ξ. 459, Ἑβδ. (Ἰὼβ ΙΒ΄, 4).
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=το, ΝΜΑ [[χλευάζω]]<br />[[χλευασμός]].
|mltxt=το, ΝΜΑ [[χλευάζω]]<br />[[χλευασμός]].
}}
}}

Revision as of 12:35, 20 April 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χλεύασμα Medium diacritics: χλεύασμα Low diacritics: χλεύασμα Capitals: ΧΛΕΥΑΣΜΑ
Transliteration A: chleúasma Transliteration B: chleuasma Transliteration C: chleyasma Beta Code: xleu/asma

English (LSJ)

ατος, τό, A mockery, LXX Jb.12.4, Sch.B Il.14.459.

German (Pape)

[Seite 1358] τό, Spott, schnöde Behandlung, LXX.

Greek (Liddell-Scott)

χλεύασμα: τό, ἐμπαιγμός, περίγελως, ἡ μετὰ καταγέλωτος γινομένη ὕβρις (Σουΐδ.), Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ξ. 459, Ἑβδ. (Ἰὼβ ΙΒ΄, 4).

Greek Monolingual

το, ΝΜΑ χλευάζω
χλευασμός.