ἀντευπάσχω: Difference between revisions
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀντευπάσχω''': καὶ ἀντευποιέω γράφονται ὑπὸ τῶν νεωτέρων ἐκδοτῶν [[διῃρημένως]], ἀντ’ εὖ π. (ἴδε Πλάτ. Γοργ. 520Ε, Ξεν. Ἀν. 5. 5, 21, Δημ. 494. 22), ἐπὶ τῷ λόγῳ ὅτι τὸ εὖ [[οὐδέποτε]] συντίθεται ἀπ’ εὐθείας | |lstext='''ἀντευπάσχω''': καὶ ἀντευποιέω γράφονται ὑπὸ τῶν νεωτέρων ἐκδοτῶν [[διῃρημένως]], ἀντ’ εὖ π. (ἴδε Πλάτ. Γοργ. 520Ε, Ξεν. Ἀν. 5. 5, 21, Δημ. 494. 22), ἐπὶ τῷ λόγῳ ὅτι τὸ εὖ [[οὐδέποτε]] συντίθεται ἀπ’ εὐθείας μετὰ ῥημάτων, ἴδε εὖ ἐν τέλει· ἀλλ’ ὁ Βέκκ. διατηρεῖ τὸ ἀντευποιεῖν ἐν Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 10. 8, 13, Ρητ. 1. 13, 12. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Revision as of 12:45, 20 April 2021
English (LSJ)
and ἀντευ-ποιέω are by recent edd. written divisim ἀντ' εὖ π. (v. Pl.Grg.520e, X.An.5.5.21, D.20.124), on the ground that εὖ never enters into direct composition with Verbs, A v. εὖ fin.; but ἀντευποιεῖν is read in Arist.EN1179a28, Rh. 1374a24.
German (Pape)
[Seite 248] Wohlthaten dagegen empfangen; Plat. Gorg. 520 e ἀντ' εὖ πείσεται zu schreiben, vgl. Stallbaum zum a. O.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντευπάσχω: καὶ ἀντευποιέω γράφονται ὑπὸ τῶν νεωτέρων ἐκδοτῶν διῃρημένως, ἀντ’ εὖ π. (ἴδε Πλάτ. Γοργ. 520Ε, Ξεν. Ἀν. 5. 5, 21, Δημ. 494. 22), ἐπὶ τῷ λόγῳ ὅτι τὸ εὖ οὐδέποτε συντίθεται ἀπ’ εὐθείας μετὰ ῥημάτων, ἴδε εὖ ἐν τέλει· ἀλλ’ ὁ Βέκκ. διατηρεῖ τὸ ἀντευποιεῖν ἐν Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 10. 8, 13, Ρητ. 1. 13, 12.
Spanish (DGE)
v. ἀντί A.
Greek Monolingual
ἀντευπάσχω (Α)
μου ανταποδίδουν ευεργεσία.
Russian (Dvoretsky)
ἀντευπάσχω: преимущ. раздельно получать добро за добро Xen.