ἐξυδρίας: Difference between revisions
From LSJ
Νέος ἂν πονήσῃς, γῆρας ἕξεις εὐθαλές → Iuvenis labora: senium habebis floridum → Wenn jung du schuftest, wird dein Alter blühend sein
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐξυδρίας''': [[ἄνεμος]], ὁ | |lstext='''ἐξυδρίας''': [[ἄνεμος]], ὁ μετὰ ῥαγδαίας βροχῆς πνέων, οἱ μεθ’ ὕδατος ἀθρόως ῥαγέντες ἐξυδρίαι (ἄνεμοι) λέγονται Ἀριστ. περὶ Κόσμου 4. 11. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 12:55, 20 April 2021
English (LSJ)
ἄνεμος A rainy wind, Arist.Mu.394b19, Ach.Tat.Intr.p.68 M.
German (Pape)
[Seite 889] ὁ, Wind mit Regen, Arist. mund. 4.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξυδρίας: ἄνεμος, ὁ μετὰ ῥαγδαίας βροχῆς πνέων, οἱ μεθ’ ὕδατος ἀθρόως ῥαγέντες ἐξυδρίαι (ἄνεμοι) λέγονται Ἀριστ. περὶ Κόσμου 4. 11.
Greek Monolingual
ἐξυδρίας, ο (Α)
άνεμος που πνέει με ραγδαία βροχή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + θ. υδρ- (ύδωρ) + επίθημα -ίας].
Russian (Dvoretsky)
ἐξυδρίας: ὁ ветер, несущий дождливую погоду Arst.