ὑποπιέζω: Difference between revisions
From LSJ
μηδενί δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement on anything until you have heard a speech on both sides
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑποπιέζω''': [[πιέζω]] ὀλίγον τι ἢ ἐλαφρῶς, Πλούτ. 2. 921F (διάφ. γραφ. [[ὑποπιάζω]]). Ἐκκλ. οὐ τὸ [[σῶμα]] νηστείαις ὑποπιέζομεν Γρηγ. Ναζ. τ. 1, σ. 533C· - ὑποπιεσμός, ὁ, τὸ ὑποπιέζειν, Γρηγ. Ναζ. Ι. 861Β, | |lstext='''ὑποπιέζω''': [[πιέζω]] ὀλίγον τι ἢ ἐλαφρῶς, Πλούτ. 2. 921F (διάφ. γραφ. [[ὑποπιάζω]]). Ἐκκλ. οὐ τὸ [[σῶμα]] νηστείαις ὑποπιέζομεν Γρηγ. Ναζ. τ. 1, σ. 533C· - ὑποπιεσμός, ὁ, τὸ ὑποπιέζειν, Γρηγ. Ναζ. Ι. 861Β, μετὰ διαφ. γραφ. ὑποπιασμός. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Revision as of 13:20, 20 April 2021
English (LSJ)
A f.l. for ὑπωπιάζω (which Turnebus restored) in Plu.2.921f.
German (Pape)
[Seite 1228] unten od. ein wenig drücken, Plut. fac. orb. lun. 5, l. d.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποπιέζω: πιέζω ὀλίγον τι ἢ ἐλαφρῶς, Πλούτ. 2. 921F (διάφ. γραφ. ὑποπιάζω). Ἐκκλ. οὐ τὸ σῶμα νηστείαις ὑποπιέζομεν Γρηγ. Ναζ. τ. 1, σ. 533C· - ὑποπιεσμός, ὁ, τὸ ὑποπιέζειν, Γρηγ. Ναζ. Ι. 861Β, μετὰ διαφ. γραφ. ὑποπιασμός.
French (Bailly abrégé)
presser en dessous, presser doucement.
Étymologie: ὑπό, πιέζω.
Russian (Dvoretsky)
ὑποπιέζω: снизу давить (τινά Plut.).