trichiasis: Difference between revisions
From LSJ
Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil
m (Text replacement - " " to "") |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{Lewis | {{Lewis | ||
|lshtext=<b>trĭchĭăsis</b>: is, f., = [[τριχίασις]],><br /><b>I</b> a [[disease]] of the eyelids, [[when]] the lashes [[grow]] [[inside]], Veg. Vet. 2, 15. | |lshtext=<b>trĭchĭăsis</b>: is, f., = [[τριχίασις]],><br /><b>I</b> a [[disease]] of the eyelids, [[when]] the lashes [[grow]] [[inside]], Veg. Vet. 2, 15. | ||
Line 22: | Line 11: | ||
|nleltext=[[τρίχωσις]] | |nleltext=[[τρίχωσις]] | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τρῐχίᾱσις''': ἡ, [[νόσος]] τῶν βλεφάρων καθ’ ἣν στρέφονται πρὸς τὰ ἐντὸς αἱ βλεφαρίδες καὶ ἐρεθίζουσι τὸν ὀφθαλμὸν (ἀντίθετ. τῷ [[ἐκτρόπιον]]), Γαλην. ΙΧ, (2), 186D, πρβλ. [[τρίχωσις]]. ΙΙΙ. [[νόσος]] τῆς οὐρήθρας, καθ’ ἣν τὰ οὖρα [[εἶναι]] πλήρη μικρῶν τριχοειδῶν πραγμάτων, Γαλην. ΙΙΙ. [[νόσος]] τῶν γυναικείων μαστῶν [[ὅταν]] θηλάζωνται, ὅτε ἡ θηλὴ διασχίζεται εἰς λεπτὰς ἀποσχάσεις, «[[τριχίασις]] λέγεται ἡ περὶ τοὺς μαστοὺς [[ἀπόσχασις]]» (διάφ. γραφ. ἀπόσ?ασις) Ἐρωτιαν. 368. 2) μικρὸν [[σχάσμα]] τοῦ κρανίου, Παῦλ. Αἰγιν. 6, 9. - Πρβλ. Foës. Oecon. | |lstext='''τρῐχίᾱσις''': ἡ, [[νόσος]] τῶν βλεφάρων καθ’ ἣν στρέφονται πρὸς τὰ ἐντὸς αἱ βλεφαρίδες καὶ ἐρεθίζουσι τὸν ὀφθαλμὸν (ἀντίθετ. τῷ [[ἐκτρόπιον]]), Γαλην. ΙΧ, (2), 186D, πρβλ. [[τρίχωσις]]. ΙΙΙ. [[νόσος]] τῆς οὐρήθρας, καθ’ ἣν τὰ οὖρα [[εἶναι]] πλήρη μικρῶν τριχοειδῶν πραγμάτων, Γαλην. ΙΙΙ. [[νόσος]] τῶν γυναικείων μαστῶν [[ὅταν]] θηλάζωνται, ὅτε ἡ θηλὴ διασχίζεται εἰς λεπτὰς ἀποσχάσεις, «[[τριχίασις]] λέγεται ἡ περὶ τοὺς μαστοὺς [[ἀπόσχασις]]» (διάφ. γραφ. ἀπόσ?ασις) Ἐρωτιαν. 368. 2) μικρὸν [[σχάσμα]] τοῦ κρανίου, Παῦλ. Αἰγιν. 6, 9. - Πρβλ. Foës. Oecon. |
Revision as of 06:38, 17 July 2021
Latin > English (Lewis & Short)
trĭchĭăsis: is, f., = τριχίασις,>
I a disease of the eyelids, when the lashes grow inside, Veg. Vet. 2, 15.
Latin > French (Gaffiot 2016)
trĭchĭăsis, is, f. (τριχίασις), trichiase, maladie de la paupière : Veg. Mul. 2, 15, 1.
Latin > German (Georges)
trichiāsis, is, f. (τριχίασις), die Einwärtskehrung der Augenwimpern, eine Augenkrankheit, Veget. mul. 3, 15, 1.