εἱλικόεις: Difference between revisions

From LSJ

ὄρνιθι γὰρ καὶ τὴν τότ᾽ αἰσίῳ τύχην παρέσχες ἡμῖν → for it was by a good omen that you provided that past fortune to us

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=(εἱλῐκόεις) -εσσα, -εν<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> ἑλι- Sch.Nic.<i>Th</i>.201b<br />[[ondulado]], [[retorcido]], [[sinuoso]]de serpientes ἀσπίδες Nic.<i>Th</i>.201, cf. Sch.<i>ad loc</i>., δράκων Nonn.<i>D</i>.9.130, de la vid βότρυς Nonn.<i>D</i>.12.343, ref. los bucles del cabello βότρυες εἱλικόεντες Nonn.<i>D</i>.10.182, de los cuernos de los carneros, Opp.<i>C</i>.1.388.
|dgtxt=(εἱλῐκόεις) -εσσα, -εν<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> ἑλι- Sch.Nic.<i>Th</i>.201b<br />[[ondulado]], [[retorcido]], [[sinuoso]]de serpientes ἀσπίδες Nic.<i>Th</i>.201, cf. Sch.<i>ad loc</i>., δράκων Nonn.<i>D</i>.9.130, de la vid βότρυς Nonn.<i>D</i>.12.343, ref. los bucles del cabello βότρυες εἱλικόεντες Nonn.<i>D</i>.10.182, de los cuernos de los carneros, Opp.<i>C</i>.1.388.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εἱλικόεις]], -εσσα, -εν (Α)<br /><b>1.</b> [[στριφογυριστός]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει διακοσμήσεις με έλικες («εἱλικόεσσαι ἀσπίδες»)<br /><b>3.</b> αυτός που προχωρά στριφογυριστά («είλικόεις [[δράκων]]»).
|mltxt=[[εἱλικόεις]], -εσσα, -εν (Α)<br /><b>1.</b> [[στριφογυριστός]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει διακοσμήσεις με έλικες («εἱλικόεσσαι ἀσπίδες»)<br /><b>3.</b> αυτός που προχωρά στριφογυριστά («είλικόεις [[δράκων]]»).
}}
}}

Revision as of 09:55, 20 July 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἱλικόεις Medium diacritics: εἱλικόεις Low diacritics: ειλικόεις Capitals: ΕΙΛΙΚΟΕΙΣ
Transliteration A: heilikóeis Transliteration B: heilikoeis Transliteration C: eilikoeis Beta Code: ei(liko/eis

English (LSJ)

εσσα, εν, A = ἕλιξ, ἀσπίδες Nic.Th.201; κτίλοι with crooked horns, Opp.C.1.388; βότρυς Nonn.D.12.343; δράκων ib.9.130.

German (Pape)

[Seite 728] εσσα, εν, p. für ἑλικόεις, gewunden; ἀσπίς Nic. Th. 201; κτίλοι, mit gewundenen Hörnern, Opp. Cyn. 1, 388.

Spanish (DGE)

(εἱλῐκόεις) -εσσα, -εν
• Alolema(s): ἑλι- Sch.Nic.Th.201b
ondulado, retorcido, sinuosode serpientes ἀσπίδες Nic.Th.201, cf. Sch.ad loc., δράκων Nonn.D.9.130, de la vid βότρυς Nonn.D.12.343, ref. los bucles del cabello βότρυες εἱλικόεντες Nonn.D.10.182, de los cuernos de los carneros, Opp.C.1.388.

Greek Monolingual

εἱλικόεις, -εσσα, -εν (Α)
1. στριφογυριστός
2. αυτός που έχει διακοσμήσεις με έλικες («εἱλικόεσσαι ἀσπίδες»)
3. αυτός που προχωρά στριφογυριστά («είλικόεις δράκων»).