ἀκατάξεστος: Difference between revisions
From LSJ
κατὰ τὸν δεύτερον, φασί, πλοῦν τὰ ἐλάχιστα ληπτέον τῶν κακῶν → we must as second best, as people say, take the least of the evils
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον | |dgtxt=-ον<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> ἀκαταχσ- <i>IG</i> 1<sup>3</sup>.474.60, 68 (V a.C.)<br />[[no tallado]], [[rebajado]], [[sin igualar]] a cincel, de bloques de piedra para eliminar protuberancias e irregularidades κρηπίς <i>IG</i> 1<sup>3</sup>.474.68 (V a.C.), ὀρθοστάται <i>ib</i>.60, λίθοι <i>IG</i> 7.3074.5 (Lebadea II a.C.), cf. Eust.1165.15. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀκατάξεστος]], -ον (Α) [[καταξέω]]<br />αυτός που δεν έχει πελεκηθεί, ώστε να έχει [[λεία]] [[επιφάνεια]]. | |mltxt=[[ἀκατάξεστος]], -ον (Α) [[καταξέω]]<br />αυτός που δεν έχει πελεκηθεί, ώστε να έχει [[λεία]] [[επιφάνεια]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 10:08, 20 July 2021
English (LSJ)
ον, A not hewn, smooth, IG1.322, 7.3074 (Lebad.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀκατάξεστος: -ον, μὴ πελεκηθείς, ὁ μὴ ξεσθείς, Συλλ. Ἐπιγρ. 160, στήλ. 1. 60. 68, καὶ ἀλλ., Εὐστ.
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): ἀκαταχσ- IG 13.474.60, 68 (V a.C.)
no tallado, rebajado, sin igualar a cincel, de bloques de piedra para eliminar protuberancias e irregularidades κρηπίς IG 13.474.68 (V a.C.), ὀρθοστάται ib.60, λίθοι IG 7.3074.5 (Lebadea II a.C.), cf. Eust.1165.15.
Greek Monolingual
ἀκατάξεστος, -ον (Α) καταξέω
αυτός που δεν έχει πελεκηθεί, ώστε να έχει λεία επιφάνεια.