ἐξαρτία: Difference between revisions

From LSJ

ὃ σὺ μισεῖς ἑτέρῳ μὴ ποιήσεις → don't do to others what you don't want them to do to you

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ας, ἡ<br /><br /><b class="num">• Grafía:</b> graf. -εία <i>IWKil.Mitford</i> 11.2 (imper.)<br /><b class="num">1</b> [[equipamiento]], [[piezas]], [[aparejos]] necesarios para el buen funcionamiento: de un carro de transporte <i>PFlor</i>.241.6, <i>PLaur</i>.188.7 (ambos III d.C.), de una nave de carga <i>PBeatty Panop</i>.2.80 (IV d.C.), un molino de aceite, en plu. σὺν πάσαις ἐξαρτίαις <i>PFlor</i>.285.13 (VI a.C.).<br /><b class="num">2</b> [[remate]], [[acabado]] en los detalles o la decoración de una tumba κατεσκεύασεν τὸ μνημεῖον σὺν τοῖς κίοσιν καὶ ὅλῃ τῇ ἐξαρτείᾳ <i>IWKil.Mitford</i> l.c.
|dgtxt=-ας, ἡ<br /><b class="num">• Grafía:</b> graf. -εία <i>IWKil.Mitford</i> 11.2 (imper.)<br /><b class="num">1</b> [[equipamiento]], [[piezas]], [[aparejos]] necesarios para el buen funcionamiento: de un carro de transporte <i>PFlor</i>.241.6, <i>PLaur</i>.188.7 (ambos III d.C.), de una nave de carga <i>PBeatty Panop</i>.2.80 (IV d.C.), un molino de aceite, en plu. σὺν πάσαις ἐξαρτίαις <i>PFlor</i>.285.13 (VI a.C.).<br /><b class="num">2</b> [[remate]], [[acabado]] en los detalles o la decoración de una tumba κατεσκεύασεν τὸ μνημεῖον σὺν τοῖς κίοσιν καὶ ὅλῃ τῇ ἐξαρτείᾳ <i>IWKil.Mitford</i> l.c.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η και [[εξαρτισμός]], ο (AM έξαρτία) [[άρτιος]]<br /><b>1.</b> (για [[πλοίο]]) η [[αρματωσιά]]<br /><b>2.</b> [[προπαρασκευή]], [[εφοδιασμός]] με τα απαραίτητα όργανα<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> το [[σύνολο]] τών ιστών και τών κεραιών του πλοίου, [[καθώς]] και τών [[κάθε]] είδους σχοινιών και συσπάστων που απαιτούνται για τον χειρισμό τών ιστίων τών ιστιοφόρων πλοίων, τα [[άρμενα]] στο σύνολό τους<br /><b>2.</b> οι ιστοί και οι κεραίες, κν. η αρμποραδούρα.
|mltxt=η και [[εξαρτισμός]], ο (AM έξαρτία) [[άρτιος]]<br /><b>1.</b> (για [[πλοίο]]) η [[αρματωσιά]]<br /><b>2.</b> [[προπαρασκευή]], [[εφοδιασμός]] με τα απαραίτητα όργανα<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> το [[σύνολο]] τών ιστών και τών κεραιών του πλοίου, [[καθώς]] και τών [[κάθε]] είδους σχοινιών και συσπάστων που απαιτούνται για τον χειρισμό τών ιστίων τών ιστιοφόρων πλοίων, τα [[άρμενα]] στο σύνολό τους<br /><b>2.</b> οι ιστοί και οι κεραίες, κν. η αρμποραδούρα.
}}
}}

Revision as of 13:10, 20 July 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξαρτία Medium diacritics: ἐξαρτία Low diacritics: εξαρτία Capitals: ΕΞΑΡΤΙΑ
Transliteration A: exartía Transliteration B: exartia Transliteration C: eksartia Beta Code: e)carti/a

English (LSJ)

ἡ, A equipment, PFlor.241.6 (iii A. D.), etc.: pl., σὺν πάσαις ἐ. ib.285.13 (vi A. D.).

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
• Grafía: graf. -εία IWKil.Mitford 11.2 (imper.)
1 equipamiento, piezas, aparejos necesarios para el buen funcionamiento: de un carro de transporte PFlor.241.6, PLaur.188.7 (ambos III d.C.), de una nave de carga PBeatty Panop.2.80 (IV d.C.), un molino de aceite, en plu. σὺν πάσαις ἐξαρτίαις PFlor.285.13 (VI a.C.).
2 remate, acabado en los detalles o la decoración de una tumba κατεσκεύασεν τὸ μνημεῖον σὺν τοῖς κίοσιν καὶ ὅλῃ τῇ ἐξαρτείᾳ IWKil.Mitford l.c.

Greek Monolingual

η και εξαρτισμός, ο (AM έξαρτία) άρτιος
1. (για πλοίο) η αρματωσιά
2. προπαρασκευή, εφοδιασμός με τα απαραίτητα όργανα
νεοελλ.
1. το σύνολο τών ιστών και τών κεραιών του πλοίου, καθώς και τών κάθε είδους σχοινιών και συσπάστων που απαιτούνται για τον χειρισμό τών ιστίων τών ιστιοφόρων πλοίων, τα άρμενα στο σύνολό τους
2. οι ιστοί και οι κεραίες, κν. η αρμποραδούρα.