προσχώνω: Difference between revisions
From LSJ
(35) |
m (Text replacement - "ταῡτα" to "ταῦτα") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[προσχώννυμι]] και προσχωννύω και προσχῶ, -όω, ΝΑ<br /><b>1.</b> [[επισωρεύω]] [[χώμα]] [[πάνω]] σε [[κάτι]], [[επιχωματώνω]]<br /><b>2.</b> ([[ιδίως]] για ποταμό) [[αποθέτω]] [[κάπου]] ιλύ και [[σχηματίζω]] νεα χέρσο ή [[επαυξάνω]] τη χέρσο που προϋπήρχε («τῶν... | |mltxt=[[προσχώννυμι]] και προσχωννύω και προσχῶ, -όω, ΝΑ<br /><b>1.</b> [[επισωρεύω]] [[χώμα]] [[πάνω]] σε [[κάτι]], [[επιχωματώνω]]<br /><b>2.</b> ([[ιδίως]] για ποταμό) [[αποθέτω]] [[κάπου]] ιλύ και [[σχηματίζω]] νεα χέρσο ή [[επαυξάνω]] τη χέρσο που προϋπήρχε («τῶν... ταῦτα τὰ χωρία προσχωσάντων ποταμῶν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> [[συσσωρεύω]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[ρίχνω]] [[χώμα]] [[πάνω]] σε [[κάτι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αποφράσσω]] ή [[γεμίζω]] [[κάτι]] με [[συσσώρευση]] ιλύος («ἡ [[θάλασσα]] ἐξηραίνετο προσχουμένη», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[κατασκευάζω]] [[πρόχωμα]] με [[συσσώρευση]] χώματος<br /><b>3.</b> [[σχηματίζω]] [[προβλήτα]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 15:50, 25 July 2021
Greek Monolingual
προσχώννυμι και προσχωννύω και προσχῶ, -όω, ΝΑ
1. επισωρεύω χώμα πάνω σε κάτι, επιχωματώνω
2. (ιδίως για ποταμό) αποθέτω κάπου ιλύ και σχηματίζω νεα χέρσο ή επαυξάνω τη χέρσο που προϋπήρχε («τῶν... ταῦτα τὰ χωρία προσχωσάντων ποταμῶν», Ηρόδ.)
3. συσσωρεύω
μσν.-αρχ.
ρίχνω χώμα πάνω σε κάτι
αρχ.
1. αποφράσσω ή γεμίζω κάτι με συσσώρευση ιλύος («ἡ θάλασσα ἐξηραίνετο προσχουμένη», Αριστοτ.)
2. κατασκευάζω πρόχωμα με συσσώρευση χώματος
3. σχηματίζω προβλήτα.