επαυξάνω

From LSJ

τὸ ἀεὶ ταῦτα οὕτως ἔχειν ἐχάλασαν → relaxed the strictness of the doctrine of perpetual strife

Source

Greek Monolingual

(AM ἐπαυξάνω)
1. κάνω κάτι μεγαλύτερο σε μέγεθος ή ποσότητα («τὴν ἑκάστου ῥαθυμίαν ὑμῶν ἐπαυξάνοντα», Δημοσθ.)
2. (αμτβ.) αυξάνομαι, μεγαλώνω, πληθαίνω, γίνομαι μεγαλύτερος ή περισσότερος.