βρύο: Difference between revisions

From LSJ

Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei

Menander, Monostichoi, 197
(7)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το και βρύος, ο (AM [[βρύον]])<br />[[σποριόφυτο]] του φύλου βρυόφυτα σε υγρά μέρη και ακτές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παράλληλος τ. του [[βρύω]] ή ρηματικό όνομα [[αυτού]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>θύω</i>, [[θύον]]). Γι' αυτές τις λέξεις δεν υπάρχει βέβαιη [[ετυμολογία]]. Τις συνέδεσαν με λατ. <i>frutex</i> «[[θάμνος]], [[κλαδί]], [[κορμός]]», αρχ. άνω γερμ. <i>kr</i><i>ū</i><i>t</i> «[[χόρτο]], [[λάχανο]]». Αξιοσημείωτο [[είναι]] ότι από τη λ. [[βρύον]] προήλθε και το σύνθετο <i>έμβρυον</i>].
|mltxt=το και βρύος, ο (AM [[βρύον]])<br />[[σποριόφυτο]] του φύλου βρυόφυτα σε υγρά μέρη και ακτές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παράλληλος τ. του [[βρύω]] ή ρηματικό όνομα [[αυτού]] ([[πρβλ]]. <i>θύω</i>, [[θύον]]). Γι' αυτές τις λέξεις δεν υπάρχει βέβαιη [[ετυμολογία]]. Τις συνέδεσαν με λατ. <i>frutex</i> «[[θάμνος]], [[κλαδί]], [[κορμός]]», αρχ. άνω γερμ. <i>kr</i><i>ū</i><i>t</i> «[[χόρτο]], [[λάχανο]]». Αξιοσημείωτο [[είναι]] ότι από τη λ. [[βρύον]] προήλθε και το σύνθετο <i>έμβρυον</i>].
}}
}}

Latest revision as of 08:25, 23 August 2021

Greek Monolingual

το και βρύος, ο (AM βρύον)
σποριόφυτο του φύλου βρυόφυτα σε υγρά μέρη και ακτές.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. του βρύω ή ρηματικό όνομα αυτού (πρβλ. θύω, θύον). Γι' αυτές τις λέξεις δεν υπάρχει βέβαιη ετυμολογία. Τις συνέδεσαν με λατ. frutex «θάμνος, κλαδί, κορμός», αρχ. άνω γερμ. krūt «χόρτο, λάχανο». Αξιοσημείωτο είναι ότι από τη λ. βρύον προήλθε και το σύνθετο έμβρυον].